Τι σημαίνει το ducked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ducked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ducked στο Αγγλικά.

Η λέξη ducked στο Αγγλικά σημαίνει πάπια, πάπια, σκύψιμο, σκύβω, σκύβω, αποφεύγω, χώνομαι, κρύβομαι, βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ, αγαπητέ, αγαπητή, αποφεύγω, ξεγλιστρώ, φεύγω κρυφά, ξεγλιστράω, ξεφεύγω, μπάμαλο, μπάμαλο, γλειμμένο μαλλί, καταδικασμένος σε αποτυχία, πούπουλα πάπιας, σκύβω, αβγό πάπιας, αποφεύγω να κάνω κτ, σκύβω το κεφάλι, με ράμφος πάπιας, ορνιθόρυγχος πλατύπους, ψαράκια, πουπουλόπαπια, ανίσχυρος, ανήμπορος, λοφοπρίστης, παράξενος, πλατύπους, πλαστικό παπάκι, σταχτόπαπια, εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος, φρούτο, δεν με αγγίζει, πάπια Καρολίνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ducked

πάπια

noun (aquatic bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you see the ducks in the pond?
Βλέπεις τις πάπιες στη λιμνούλα;

πάπια

noun (food: meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We ate Peking duck at the Chinese restaurant.
Φάγαμε πάπια Πεκίνου στο κινέζικο εστιατόριο.

σκύψιμο

noun (movement to dodge [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Larry made a quick duck to avoid hitting his head on the door frame.

σκύβω

intransitive verb (bend, lower head)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He ducked when the ball came flying at him.
Όταν είδε την μπάλα να κατευθύνεται κατά πάνω του, έσκυψε το κεφάλι του για να την αποφύγει.

σκύβω

intransitive verb (dodge) (κεφάλι, για αποφυγή χτυπήματος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He ducked to the side when the ball came flying at him.
Έσκυψε στο πλάι, όταν ήρθε καταπάνω του η μπάλα.

αποφεύγω

transitive verb (blow, missile: avoid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The players had to duck a shower of various missiles as they left the pitch.
Οι παίκτες έπρεπε να αποφύγουν τη βροχή από διάφορα αντικείμενα καθώς έφευγαν απ' το γήπεδο.

χώνομαι, κρύβομαι

(dive, hide) (κάτω από κάτι, πίσω από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To avoid saying hello, he ducked under a desk.
Για να αποφύγει να χαιρετήσει, χώθηκε (or: κρύφτηκε) κάτω από ένα γραφείο.

βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ

(plunge into water)

Ryan ducked under the water and resurfaced a few seconds later.

αγαπητέ, αγαπητή

noun (UK, informal (dear, darling)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Cup of tea, duck?

αποφεύγω

transitive verb (informal (obligation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She ducked her appointment and went to the cinema instead.
Απέφυγε (or: παράτησε) το ραντεβού της και αντ' αυτού πήγε στον κινηματογράφο.

ξεγλιστρώ

phrasal verb, intransitive (informal (leave secretly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I deliberately sat at the back of the room near the door so I could duck out if the meeting was boring.

φεύγω κρυφά

(informal (leave secretly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She managed to duck out of the lecture without anyone seeing her.
Κατάφερε να φύγει κρυφά από το μάθημα χωρίς να τη δει κανείς.

ξεγλιστράω, ξεφεύγω

(informal, figurative (avoid inclusion) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He would often try to duck out of his boss's motivational meetings.
Πολύ συχνά προσπαθούσε να ξεφύγει από τις συναντήσεις ενθάρρυνσης που οργάνωνε το αφεντικό του.

μπάμαλο

noun (fish: Bombay duck)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπάμαλο

noun (food: Bombay duck)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γλειμμένο μαλλί

noun (initialism (1950s men's hairstyle: duck's ass)

The movie is set in the 1950s, and all of the actors have DAs.

καταδικασμένος σε αποτυχία

noun (informal, figurative ([sth] that will not succeed)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πούπουλα πάπιας

noun (soft feathers of a duck)

σκύβω

(bend, crouch down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αβγό πάπιας

noun (egg laid by duck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποφεύγω να κάνω κτ

verbal expression (informal, figurative (avoid obligation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He always tries to duck out of talking to my parents.

σκύβω το κεφάλι

verbal expression (lower your head) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I ducked my head to avoid hitting it on the lintel.

με ράμφος πάπιας

adjective (animal: with a bill like a duck's)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paleontologists have found the skeleton of a duck-billed dinosaur.

ορνιθόρυγχος πλατύπους

noun (Australian aquatic mammal) (ημιυδρόβιο θηλαστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When the duck-billed platypus was first described in Europe, everyone thought it was a hoax.
Όταν ο ορνιθόρυγχος πλατύπους περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη, όλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για φάρσα.

ψαράκια

noun (skipping stones on water) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πουπουλόπαπια

(bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανίσχυρος, ανήμπορος

noun (figurative ([sb] or [sth] ineffectual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That guy is such a lame duck; he's never going to make anything of his life.

λοφοπρίστης

noun (type of duck)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παράξενος

noun (figurative (strange person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλατύπους

noun (Australian aquatic mammal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The platypus is an endangered animal.

πλαστικό παπάκι

noun (duck-shaped bath toy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Children often play with rubber ducks at bathtime.

σταχτόπαπια

noun (diving duck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος

noun (figurative (easy target) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With nothing to protect himself from the enemy, he was a sitting duck.

φρούτο

noun (figurative, informal (odd person) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What a strange duck he is.

δεν με αγγίζει

expression (figurative (having no effect on [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The press wrote all sorts of nasty stories about the politician, but it was like water off a duck's back; she paid no attention to them at all.

πάπια Καρολίνας

noun (variety of North American wading bird)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ducked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.