Τι σημαίνει το s'accorder στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης s'accorder στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'accorder στο Γαλλικά.

Η λέξη s'accorder στο Γαλλικά σημαίνει κουρδίζω, κουρδίζω, επιτρέπω, κουρδίζω, εναρμονίζω, απονέμω, αναθέτω κτ σε κπ, κρίνω, χορηγώ, κουρδίζω, συμβαδίζω, ταυτίζομαι, συμπίπτω, συνδυάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, συμφωνώ, συμφωνώ με, έμφαση, δίνω αύξηση σε κπ, αδειοδοτώ, τηρώντας, υπερβολική έμφαση, δεν σκέφτομαι, συμφωνώ με τους όρους, δίνω βαρύτητα, αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει, ταιριάζω, παραχωρώ, επιτρέπω κτ σε κπ, επίτρεψε στον εαυτό σου, ενδίδω σε κτ, συμφωνώ με, αναγνωρίζω, δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ, κάνω έκπτωση, απονέμω, διανέμω, αρμονικός,συνδυασμένος, που ταιριάζει με, δίνω τα εύσημα σε κπ για κτ, είμαι σε συμφωνία, ταιριάζω με κπ/κτ, απονέμω κτ σε κπ, αναστέλλω την ποινή κάποιου, συντονισμένος με κτ, εναρμονισμένος με κτ, δίνω άδεια σε κτ, αποδίδω, εναρμονίζομαι με κτ, δεν ταιριάζω με κτ, ταιριάζω με κτ, εκτιμάω, εκτιμώ, δίνω τον λόγο, διαθέτω, έμφαση, συμφωνώ με, πιστεύω, δίνω αναβολή σε κπ, ιδρύω με καταστατικό, δίνω αναβολή σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης s'accorder

κουρδίζω

verbe transitif (Musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joan accorde sa guitare.
Η Τζοάν κουρδίζει την κιθάρα της.

κουρδίζω

verbe transitif (un instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David accordait sa guitare.

επιτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On pourra vous accorder des défraiements.

κουρδίζω

(Musique) (μουσικό όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La guitare doit être accordée plus aigu que ça.
Η κιθάρα πρέπει να κουρδιστεί πιο ψηλά.

εναρμονίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απονέμω

(un prix, une récompense)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand la Reine décernera-t-elle le prix ?
Πότε θα απονείμει η βασίλισσα το βραβείο;

αναθέτω κτ σε κπ

Le gouvernement a attribué le contrat à la petite société.
Η κυβέρνηση ανέθεσε τη σύμβαση στη μικρή εταιρία.

κρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον νέο νόμο.

χορηγώ

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge va peut-être autoriser (or: accorder) la sortie de prison pour permettre de faire appel.

κουρδίζω

verbe pronominal (Musique) (μουσικό όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y a toujours quelque chose d'excitant à entendre un orchestre s'accorder juste avant une représentation.

συμβαδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταυτίζομαι, συμπίπτω

(είμαι ίδιος με)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leurs opinions coïncident sur la plupart des sujets.
Οι γνώμες τους ταυτίζονται στα περισσότερα θέματα.

συνδυάζω, ταιριάζω

(appareiller)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voyons si je peux assortir ces tasses à quelques assiettes semblables.
Για να δω αν μπορώ να συνδυάσω (or: ταιριάξω) αυτά τα φλιτζάνια με κάποια παρόμοια πιατάκια.

ταιριάζω

verbe pronominal (couleurs)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La palette de couleurs dans cette pièce s'harmonise vraiment.

συμφωνώ

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tous les élèves s'accordent à dire que c'est une bonne professeur.
Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα.

συμφωνώ με

(Grammaire)

En français, l'adjectif s'accorde avec le nom.
Στα Γαλλικά, το επίθετο πρέπει να συμφωνεί με το ουσιαστικό.

έμφαση

(figuré) (αυξημένη προσοχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le patron appréciait le fait qu'il mette l'accent sur une bonne communication.
Το αφεντικό του χάρηκε για την έμφαση που έδινε στην ομαλή επικοινωνία.

δίνω αύξηση σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδειοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή.

τηρώντας

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Conformément à la tradition, les membres de la famille portaient des vêtements noirs.
Τηρώντας την παράδοση, τα μέλη της οικογένειας ντύθηκαν στα μαύρα.

υπερβολική έμφαση

δεν σκέφτομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La plupart des gens n'accordent aucunr importance aux problèmes auxquels font face les sans-abri.

συμφωνώ με τους όρους

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω βαρύτητα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Je refuse d'accorder de l'importance à son témoin mensonger.

αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους

(Droit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand John a dit qu'il n'avait pas cassé la lampe, j'ai décidé de lui accorder le bénéfice du doute et de le croire.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les verts et les roses vont bien ensemble dans ce décor.

παραχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge accorda au plaignant le droit de voir les documents.
Ο δικαστής παραχώρησε στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να δει τα έγγραφα.

επιτρέπω κτ σε κπ

επίτρεψε στον εαυτό σου

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Même quand je fais un régime, je m'accorde un dessert de temps en temps.

ενδίδω σε κτ

Je me permets habituellement un verre de vin au dîner. Mary s'offre un massage avant son importante présentation.

συμφωνώ με

(figuré)

αναγνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teresa a reconnu que Simon avait été courageux d'avoir admis qu'il était responsable de l'erreur.

δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω έκπτωση

(déduire du prix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le restaurant m'a fait une réduction (or: m'a fait un rabais) de 10 % sur la note.
Το εστιατόριο έκανε έκπτωση 10% στο λογαριασμό.

απονέμω

(un prix, une récompense) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chef du rectorat a décerné à Mme Hall la récompense de meilleur professeur de l'année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εκπαίδευσης απένειμε το βραβείο Καλύτερης Δασκάλας της Χρονιάς στην κα. Χωλ. Ο βασιλιάς απένειμε ιπποτικούς τίτλους στους πιο πιστούς υπηκόους του.

διανέμω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le directeur accorde les tâches les plus intéressantes à ceux qui le flattent.

αρμονικός,συνδυασμένος

(couleurs)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa nouvelle tenue était très élégante et les couleurs s'accordaient bien.

που ταιριάζει με

locution verbale (couleurs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Est-ce que tu penses que ce vert pâle s'accorde bien avec le reste du salon ?

δίνω τα εύσημα σε κπ για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De nombreux commentateurs saluent la façon dont Karzai a amené le pays à la reprise.

είμαι σε συμφωνία

(couleurs,...)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Βεβαιώσου πως η συμπεριφορά σου συμφωνεί με τον εταιρικό κώδικα συμπεριφοράς.

ταιριάζω με κπ/κτ

Son mode de vie ne s'accorde pas (or: ne cadre pas) à celui du groupe.
Ο τρόπος ζωής του δεν ταιριάζει με την ομάδα.

απονέμω κτ σε κπ

(τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ)

Le président conféra la légion d'honneur au soldat.

αναστέλλω την ποινή κάποιου

(condamnation reportée)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συντονισμένος με κτ, εναρμονισμένος με κτ

δίνω άδεια σε κτ

locution verbale (Militaire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδίδω

(κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Par la présente, nous accordons le soulagement souhaité à la pétitionnaire.
Διά του παρόντος παραχωρούμε στην αιτούσα το βοήθημα που ζητά.

εναρμονίζομαι με κτ

(son)

Sa voix s'accorde parfaitement avec celle de sa partenaire.

δεν ταιριάζω με κτ

(couleurs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le pull et la jupe sont jolis mais je trouve que le rose jure avec le orange.
Η μπλούζα και η φούστα είναι όμορφες, αλλά νομίζω πως το ροζ δεν ταιριάζει με το πορτοκαλί.

ταιριάζω με κτ

(couleur)

Les fleurs bleues et violettes sur l'étalage s'accordent avec le feuillage argenté.

εκτιμάω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre entreprise accorde de l'importance à ses collaborateurs.
Η εταιρία μας λογαριάζει (or: υπολογίζει) τους ανθρώπους της.

δίνω τον λόγο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le président donne (or: accorde) la parole au délégué.
Η έδρα δίνει τον λόγο στον αντιπρόσωπο.

διαθέτω

(du temps) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourriez-vous m'accordez quelques minutes de votre temps ?
Μπορείς να μου διαθέσεις πέντε λεπτά από τον χρόνο σου;

έμφαση

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le patron d'Ann attache de l'importance à la justesse.

συμφωνώ με

πιστεύω

locution verbale (croire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'accorde aucun crédit à ce que dit cet homme politique.

δίνω αναβολή σε κπ

(από το στρατό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On a accordé un sursis à Mark parce qu'il était encore au lycée.

ιδρύω με καταστατικό

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω αναβολή σε κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'homme d'affaires supplia ses créditeurs de lui accorder un délai, car il ne pouvait pas rembourser ses dettes de suite.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'accorder στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του s'accorder

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.