Τι σημαίνει το stirred στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stirred στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stirred στο Αγγλικά.
Η λέξη stirred στο Αγγλικά σημαίνει ανακατεύω, αναταραχή, αίσθηση, ανακάτεμα, στενή, κουνιέμαι, ανακατεύω, κουνάω, κουνώ, επηρεάζω, προκαλώ, ξεσηκώνω, εξάπτω, διεγείρω, προσθέτω κτ στο μίγμα, προκαλώ, προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή, ρίχνω κπ στη στενή, προκαλώ προβλήματα, νευρικός, στιρ φράι, stir-fry, stir fry, στιρ φράι, stir-fry, stir fry, στιρ φράι, τηγανίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stirred
ανακατεύωtransitive verb (mix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stir all of the ingredients together with a spoon. Ανακατέψτε όλα τα υλικά μ' ένα κουτάλι. |
αναταραχήnoun (figurative (disturbance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sculpture of the nude caused quite a stir. |
αίσθησηnoun (movement, feeling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At his words, a stir of hope rose inside them. |
ανακάτεμαnoun (act of stirring) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A stir helped the sugar to dissolve into the coffee. |
στενήnoun (slang (jail) (αργκό: φυλακή) On the day he got out of stir, he promised to reform. |
κουνιέμαιintransitive verb (move position) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The baby didn't stir all night long. |
ανακατεύωintransitive verb (mix) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The recipe says to stir for two minutes. |
κουνάω, κουνώtransitive verb (move) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She didn't stir even an eyelash when he entered the room. |
επηρεάζωtransitive verb (affect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drama will stir the audience to tears. |
προκαλώtransitive verb (provoke) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boys stirred the sleeping dog by yelling. |
ξεσηκώνωtransitive verb (rouse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The orator knew how to stir the crowd. |
εξάπτω, διεγείρωtransitive verb (awaken, evoke) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The music stirs our emotions. |
προσθέτω κτ στο μίγμαphrasal verb, transitive, separable (mix or blend) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκαλώphrasal verb, transitive, separable (figurative (provoke, incite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The protest was a device to stir up public interest in the issue. Her bombastic speech was guaranteed to stir up raw emotions. Η διαδήλωση ήταν ένας τρόπος να προκαλέσει δημόσιο ενδιαφέρον για το θέμα. Η στομφώδης ομιλία της θα προκαλούσε εγγυημένα πηγαία συναισθήματα. |
προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχήverbal expression (informal (arouse excitement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω κπ στη στενήverbal expression (slang (sentence [sb] to prison) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The judge put Elmer in stir for selling drugs on the streetcorner. |
προκαλώ προβλήματαverbal expression (informal (provoke discontent or disagreement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The motorcycle gang roared into town, determined to stir up trouble. Gossips must repeat rumors just to stir up trouble. |
νευρικόςadjective (figurative, slang (restless, bored) (λόγω εγκλεισμού) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στιρ φράιadjective (pan-fried quickly on high heat) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) We ordered stir-fried chicken with vegetables. |
stir-fry, stir fry, στιρ φράιnoun (quickly pan-fried mixed dish) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) That restaurant serves an excellent stir-fry. |
stir-fry, stir fry, στιρ φράιadjective (of a pan-fried mixed dish) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) This stir-fry beef is delicious! |
τηγανίζωtransitive verb (mixed dish: quickly pan-fry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't put too much oil in the pan when you stir fry the chicken and peppers. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stirred στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του stirred
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.