Τι σημαίνει το acute στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acute στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acute στο Αγγλικά.

Η λέξη acute στο Αγγλικά σημαίνει οξεία, οξύς, οξύς, οξύς, κοφτερός, οξύς, δριμύς, με τόνο, με οξεία, υψηλής έντασης, οξεία, οξεία γωνία, οξεία βρογχίτιδα, οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια, οξεία φλεγμονή, έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acute

οξεία

adjective (angle: up to 90 degrees) (γωνία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Be very careful; the road curves at an acute angle.
Να είσαι πολύ προσεκτική. Ο δρόμος έχει στροφές σε οξεία γωνία.

οξύς

adjective (sense: highly sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shannon has an acute sense of hearing.
Η Σάννον έχει οξεία ακοή.

οξύς

adjective (illness: short-term)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Liza has acute bronchitis and is absent today.
Η Λίζα έχει οξεία βρογχίτιδα και απουσιάζει σήμερα.

οξύς

adjective (pain: sharp, severe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The patient complained of an acute pain in his thigh.
Ο ασθενής παραπονέθηκε για οξύ πόνο στον μηρό.

κοφτερός

adjective (keen, perceptive) (μτφ: μυαλό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
May is gifted with an acute intellect and great aptitude for studies.
Η Μαίη είναι προικισμένη με οξεία νοημοσύνη και εξαιρετική κλίση για σπουδές.

οξύς, δριμύς

adjective (problem: severe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Due to the drought, the city is facing an acute shortage of water.
Εξαιτίας της ξηρασίας, η πόλη αντιμετωπίζει οξεία έλλειψη νερού.

με τόνο, με οξεία

adjective (letter: having an acute accent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The last letter in the word "café" is an e acute.

υψηλής έντασης

adjective (rare (sound: high-pitched) (για ήχο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A piccolo produces an acute sound.

οξεία

noun (diacritical mark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the word passé, we put an acute accent over the "e".

οξεία γωνία

noun (geometry (angle measuring up to 90 degrees) (γεωμετρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A right triangle has one right angle and two acute angles.

οξεία βρογχίτιδα

noun (infection of bronchial tubes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια

noun (disease that progresses rapidly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οξεία φλεγμονή

noun (body's response to infection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pneumonia was the result of acute inflammation of her lungs.

έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικός

noun (severe, sharp physical discomfort) (πόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fiona felt an acute pain in her right leg.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acute στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του acute

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.