Τι σημαίνει το alcance στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alcance στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alcance στο πορτογαλικά.

Η λέξη alcance στο πορτογαλικά σημαίνει φτάνω, ικανότητα αντίληψης, εύρος, πεδίο, έκταση δραστηριότητας, εμβέλεια, βεληνεκές, πεδίο, πλαίσιο, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, ακτίνα, έκταση, πεδίο, που δεν είναι προσβάσιμος, -, ευρύς, εκτεταμένος, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, στο βεληνεκές, σε απόσταση που δεν φτάνεται, σε μικρή απόσταση, άμεσα διαθέσιμος, εντός περιορισμένου εύρους, μεγάλη προσδοκία, οπτικό πεδίο, εύρος εστίασης, πλήρης έκταση, απόσταση ακοής, παλιρροϊκό εύρος, μικρού βεληνεκούς, σε μικρή εμβέλεια, που μπορείς να φτάσεις εύκολα, σε απόσταση μεγαλύτερη από το σημείο που φτάνει το χέρι, σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπ, -, ευρύ πεδίο, ανέφικτος, ακατόρθωτος, κοντινή απόσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alcance

φτάνω

substantivo masculino (do braço)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os copos no topo do armário estão além do alcance dela.
Δεν φτάνει τα ποτήρια στο πάνω ράφι.

ικανότητα αντίληψης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Aquela ideia está além da compreensão da maioria dos alunos.

εύρος, πεδίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A extensão da tempestade ia até a Califórnia.

έκταση δραστηριότητας

substantivo masculino (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nosso alcance inclui cinco comunidades nos arredores.
Η έκταση της δραστηριότητάς μας περιλαμβάνει πέντε γειτονικές κοινότητες.

εμβέλεια

substantivo masculino (πρόσβαση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acho que os nossos celulares estão fora do alcance da torre de rádio mais próxima.
Νομίζω ότι τα κινητά μας είναι εκτός εμβέλειας από τον κοντινότερο αναμεταδότη.

βεληνεκές

substantivo masculino (arma)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta peça de artilharia tem um alcance de seis milhas.

πεδίο, πλαίσιο

(corpo de lei)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακτίνα

(área)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A polícia cobriu um raio de 16 quilômetros procurando o garoto desaparecido.
Η αστυνομία κάλυψε ακτίνα δέκα μιλίων ψάχνοντας για το αγνοούμενο αγόρι.

έκταση

(voz)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A voz do cantor de ópera tinha um registro de três oitavas.

πεδίο

substantivo masculino (escopo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse papel realmente permitiu que o ator mostrasse seu alcance.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μέσα από την κρυψώνα είχε περιορισμένο οπτικό πεδίο.

που δεν είναι προσβάσιμος

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά.

-

expressão (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Συνέχισε την προσπάθεια. Μπορείς εύκολα να κερδίσεις το πρώτο βραβείο.

ευρύς, εκτεταμένος

(influência)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

(ao longo de um estado inteiro) (ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο βεληνεκές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε απόσταση που δεν φτάνεται

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quase consegui tocar o teto, mas estava fora de alcance.
Μπορούσα σχεδόν ν' αγγίξω το ταβάνι, αλλά ήταν μόλις σε μια απόσταση που δε φτανόταν.

σε μικρή απόσταση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα φάρμακα δεν πρέπει να αποθηκεύονται σε μικρή απόσταση από τα παιδιά. Το μωρό έκλαιγε για την μπάλα, η οποία δεν ήταν σε μικρή απόσταση.

άμεσα διαθέσιμος

εντός περιορισμένου εύρους

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλη προσδοκία

(grande abrangência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οπτικό πεδίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το αυτοκίνητο ήρθε κατά πάνω μου από τα αριστερά, λίγο έξω από το οπτικό μου πεδίο.

εύρος εστίασης

(οπτική, φακός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλήρης έκταση

(alcance ou grau)

απόσταση ακοής

(alcance de audição)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παλιρροϊκό εύρος

(variação de altura entre marés)

μικρού βεληνεκούς

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε μικρή εμβέλεια

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που μπορείς να φτάσεις εύκολα

locução adjetiva (objeto: perto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε απόσταση μεγαλύτερη από το σημείο που φτάνει το χέρι

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπ

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

expressão (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Τα γυαλιά σου είναι εκεί στο τραπεζάκι, μπορείς να τα φτάσεις.

ευρύ πεδίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανέφικτος, ακατόρθωτος

locução adverbial (figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Com o meu salário, uma nova Ferrari está fora de alcance. Até então, uma cura para a gripe comum está fora de alcance.
Με το μισθό μου μια καινούρια Φεράρι είναι κάτι ανέφικτο. Μέχρι τώρα, θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα παραμένει ανέφικτη.

κοντινή απόσταση

(μπορεί να ακουστεί)

Jim estava dentro do alcance do ouvido quando ele insultou seu chefe para seu colega de trabalho e perdeu o emprego.
Ο Τζιμ βρισκόταν αρκετά κοντά όταν προσέβαλε το αφεντικό στο συνάδερφό του κι έτσι ακούστηκε κι έχασε τη δουλειά του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alcance στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.