Τι σημαίνει το alguém στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alguém στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alguém στο πορτογαλικά.

Η λέξη alguém στο πορτογαλικά σημαίνει τάδε, δείνα, κάποιος, κάποιος, κάποιος, κάποιος, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, οποιοσδήποτε, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, κάποιος, απολύω, ρίχνω κπ στη στενή, ζαλίζω, πρήζω, -, -, βασανισμός, συναρπαστικός, γοητευτικός, μου πέφτει πολύ, οποιοσδήποτε άλλος, πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου, κατεβάζω κπ από το καλάμι του, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, κάνω κπ να πιστέψει, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, χαλάω το όνομα κάποιου, θέλω να εκδικηθώ κάποιον, επιλέγω κπ για τον ρόλο, πιάνω κπ απροετοίμαστο, έχω κπ πολύ ψηλά, θέτω κπ σε επιφυλακή, κερνάω μια μπύρα, κλέβω κτ από κπ, αμφισβητώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια, μπαίνω στα χωράφια κπ, την φέρνω σε κπ, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ζουμάρω σε κπ/κτ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, λιμοκτονώ, γκρινιάζω, αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο, μπλέκω με κπ/κτ, ψηφίζω, έχω καλέσει, στριφογυρίζω, που δε δίνει λόγο σε κανέναν, που δεν ελέγχεται από κανέναν, δανειζόμενος, ικανοποιώ την επιθυμία, γνωρίζομαι με κπ, αλληλογραφώ με κπ, ψιθυρίζω κτ σε κπ, πουλάω, συντονίζομαι με, δίνω, γυμνώνω για σωματικό έλεγχο, εξιδανικεύω, βγάζω έξω, πετάω έξω, αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά, διαβεβαιώνω, περνάω κπ/κτ για κπ/κτ, τα βάζω με κπ, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, αγριοκοιτάζω, πηγαίνω με το αυτοκίνητο, αποκαλώ, καθοδηγώ, συμβουλεύω, πρήζω κπ για κτ, πρήζω κπ να κάνει κτ, δίνω, κάνω μια ρομαντική κίνηση για κπ, κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα, λογαριάζω, υπολογίζω, ρωτώ για κπ, χάρμα οφθαλμών, πεζοπόρος, στηρίζω, τις βρέχω σε κπ, δένω κπ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alguém

τάδε, δείνα

pronome (pessoa anônima, alguém)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

κάποιος

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Alguém comeu o último pedaço de bolo, mas não sei quem foi.
Κάποιος έφαγε το τελευταίο κομμάτι τούρτα, αλλά δεν ξέρω ποιος.

κάποιος

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Alguém deixou uma encomenda na entrada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κάποιος έχει αφήσει ένα δέμα στο κατώφλι.

κάποιος

pronome

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάποιος

substantivo masculino (μεταφορικά, ειρωνικό)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ele era um ninguém antes, mas depois de casar com ela, ele é certamente alguém.
Πριν ήταν ένα τίποτα, αλλά τώρα, αφότου την παντρεύτηκε, έχει γίνει οπωσδήποτε κάποιος.

κανείς, κανένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Alguém quer café?
Θέλει κανείς (or: κανένας) καφέ;

κανείς, κανένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Alguém pode me ajudar com minha tarefa de casa?
Μπορεί κανείς να με βοηθήσει με την εργασία μου;

οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Se alguém quiser vir junto comigo, fiquem à vontade.
Αν θέλεις κανείς να έρθει μαζί μου, μπορεί ελεύθερα να το κάνει.

κανείς, κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Queria saber se alguém achou o gato perdido.
Αναρωτιέμαι αν έχει βρει κανένας τη γάτα που εξαφανίστηκε.

κανείς, κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Duvido que alguém tenha notado o seu erro.
Αμφιβάλλω ότι πρόσεξε κανείς (or: κανένας) το λάθος σου.

κανείς, κανένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
É improvável que alguém tenha roubado meu carro, aquilo é uma lata velha!
Είναι απίθανο να έχει κλέψει κάποιος το αυτοκίνητό μου. Είναι ένα μάτσο παλιοσίδερα.

κάποιος

substantivo masculino (ειρωνικό)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Reconheço aquele homem ali, ele é alguém na indústria cinematográfica.

απολύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω κπ στη στενή

(sentenciar alguém à prisão) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζαλίζω, πρήζω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

-

(BRA, coloquial, sexo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Você conseguiu alguma transa noite passada?
Γάμησες χτες;

-

locução pronominal (pron possessivo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.

βασανισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συναρπαστικός, γοητευτικός

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μου πέφτει πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η φροντίδα έξι παιδιών έπεφτε πολύ στην εξαντλημένη νεαρή μητέρα.

οποιοσδήποτε άλλος

locução pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A fada madrinha da Cinderela concedeu um desejo a ela de ir ao baile real.

κατεβάζω κπ από το καλάμι του

expressão (figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ

expressão verbal (informal: bater, agredir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να πιστέψει

expressão verbal (κάτι ή ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρνω κπ σε δύσκολη θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα απερίσκεπτα σχόλιά της για την Τζάνετ μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση.

χαλάω το όνομα κάποιου

locução verbal (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω να εκδικηθώ κάποιον

locução verbal (querer se vingar de alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela está atrás de mim desde que soube que eu estava namorando o ex namorado dela.

επιλέγω κπ για τον ρόλο

locução verbal (selecionar artista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω κπ απροετοίμαστο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω κπ πολύ ψηλά

(idolatrar alguém) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέτω κπ σε επιφυλακή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερνάω μια μπύρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέβω κτ από κπ

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão (destruir através de explosão)

αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια

expressão (governo: acolher criança)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devido à óbvia negligência, a criança foi colocada sob custódia e, finalmente, colocada em um lar adotivo.

μπαίνω στα χωράφια κπ

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την φέρνω σε κπ

expressão verbal (καθομιλουμένη)

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζουμάρω σε κπ/κτ

expressão verbal (focar de perto em)

εξαπατώ, κοροϊδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λιμοκτονώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω

locução verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπλέκω με κπ/κτ

(informal, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψηφίζω

(eleger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω καλέσει

(receber como hóspede)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

στριφογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δε δίνει λόγο σε κανέναν, που δεν ελέγχεται από κανέναν

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δανειζόμενος

expressão

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ικανοποιώ την επιθυμία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Picasso concedeu um desejo a Quinn de fotografar o artista trabalhando.

γνωρίζομαι με κπ

Meus meninos conheceram os filhos da vizinha no dia em que eles se mudaram.

αλληλογραφώ με κπ

locução verbal

Ela escolheu corresponder com ele via e-mail.

ψιθυρίζω κτ σε κπ

A aluna se inclinou na carteira para cochichar para sua amiga.
Η μαθήτρια έγειρε στο θρανίο της για να ψιθυρίσει κάτι στη φίλη της.

πουλάω

expressão verbal (figurado, não cumprir com obrigações) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συντονίζομαι με

(figurado: estar ciente de) (μεταφορικά)

δίνω

verbo transitivo (passar objeto) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode dar aquele livro para mim?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο;

γυμνώνω για σωματικό έλεγχο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξιδανικεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω έξω, πετάω έξω

expressão verbal (καθομ: πελάτη από μαγαζί)

αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά

(abraçar)

διαβεβαιώνω

expressão verbal (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marcus tentou garantir à Liz que o carro era confiável, mas ela não acreditou nele.
Ο Μάρκους προσπάθησε να διαβεβαιώσει την Λιζ για την αξιοπιστία του αυτοκινήτου, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε.

περνάω κπ/κτ για κπ/κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα βάζω με κπ

verbo pronominal/reflexivo (informal, figurado: discutir, brigar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να νιώσει τύψεις

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγριοκοιτάζω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan olhou feio para o namorado.
Η Σούζαν αγριοκοίταξε το φίλο της.

πηγαίνω με το αυτοκίνητο

verbo transitivo (levar de carro) (κπ κάπου ή σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλώ

(chamar alguém de algo) (κάποιον κάπως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As pessoas referem-se a Emily como "A Rainha" porque ela sempre consegue as coisas do seu jeito.
Ο κόσμος αποκαλεί την Έμιλι «Βασίλισσα», επειδή περνάει πάντα το δικό της.

καθοδηγώ, συμβουλεύω

verbo transitivo (ser mentor de estudante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os professores universitários devem tutelar os alunos, além de suas atividades de ensino e pesquisa.
Αναμένεται από τους λέκτορες να συμβουλεύουν τους φοιτητές, παράλληλα με τη διδασκαλία και τα ερευνητικά τους καθήκοντα.

πρήζω κπ για κτ

(BRA, figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Queria que meus pais parassem de me encher o saco sobre os perigos de fumar.
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να με πρήζουν για τους κινδύνους του καπνίσματος.

πρήζω κπ να κάνει κτ

expressão verbal (BRA, figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paulo encheu o saco da esposa para ela ir ao médico.
Ο Πωλ έπρηζε τη σύζυγό του να πάει στο γιατρό.

δίνω

verbo transitivo (pagar) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou te dar quinhentos dólares pelo carro.
Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο.

κάνω μια ρομαντική κίνηση για κπ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Glenn foi romântico com sua namorada, levando-a para passar o fim de semana em Paris.
Ο Γκλεν έκανε μια ρομαντική κίνηση για την κοπέλα του πηγαίνοντάς την στο Παρίσι για το σαββατοκύριακο.

κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα

verbo transitivo (dar aulas particulares a alguém) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando estava na universidade, Catherine ganhava um dinheiro extra ensinando algumas crianças da escola.
Όταν ήταν στο πανεπιστήμιο η Κατερίνα έβγαζα κάποια επιπλέον χρήματα κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές.

λογαριάζω, υπολογίζω

expressão verbal (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λοιπόν, μπορώ να σε υπολογίσω για μια δωρεά των είκοσι ευρώ αυτό τον μήνα; Αυτό είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Μπορώ να σε υπολογίσω για 1.000 λίρες;

ρωτώ για κπ

locução verbal

Συνάντησα τυχαία τους παλιούς σου φίλους, τη Βίκυ και τον Πίτερ, χτες και με ρώτησαν για σένα.

χάρμα οφθαλμών

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεζοπόρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στηρίζω

verbo transitivo (emocionalmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua família o apoiou durante o divórcio.

τις βρέχω σε κπ

expressão verbal (gíria, figurado: bater) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O pai de Polly disse que daria uma coça nela se ela chegasse tarde em casa outra vez.

δένω κπ με κπ

(figurado) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alguém στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του alguém

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.