Τι σημαίνει το alojar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alojar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alojar στο πορτογαλικά.

Η λέξη alojar στο πορτογαλικά σημαίνει στεγάζω κπ/κτ σε κτ, στεγάζω, φιλοξενώ, στεγάζω, βάζω κπ να κοιμηθεί, αποθηκεύω, φιλοξενώ, παρέχω εξυπηρετητή, φιλοξενώ, παρέχω κατάλυμα, περνάω το καλοκαίρι, μένω, σφηνώνω, κατασκηνώνω, μένω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alojar

στεγάζω κπ/κτ σε κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A universidade aloja os seus estudantes em prédios muito antigos.
Το πανεπιστήμιο φιλοξενεί τους φοιτητές του σε πολύ παλιά κτίρια.

στεγάζω

verbo transitivo (prover alojamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O salão vai abrigar duzentas pessoas.

φιλοξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben acomodou seu irmão enquanto ele estava na cidade.
Ο Μπεν φιλοξένησε τον αδελφό του, όσο αυτός ήταν στην πόλη.

στεγάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército alojou Simon e sua família em uma das casas na base.

βάζω κπ να κοιμηθεί

(σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έβαλαν τους νεαρούς ταξιδιώτες να κοιμηθούν στο τελευταίο βαγόνι.

αποθηκεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φιλοξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teremos prazer em acomodar vocês na sua próxima vinda a Londres.
Με χαρά να σε φιλοξενήσουμε όταν ξαναέρθεις στο Λονδίνο.

παρέχω εξυπηρετητή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Que computador está hospedando a conexão?
Ποιος υπολογιστής παρέχει τον εξυπηρετητή;

φιλοξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O hotel não pode nos acomodar esta noite.
Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει σήμερα το βράδυ.

παρέχω κατάλυμα

verbo transitivo

O exército ordenou às pessoas da cidade que alojassem os soldados.

περνάω το καλοκαίρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O rancheiro alojou o rebanho nas colinas mais frias.
Ο βοσκός ανέβασε το κοπάδι στους πιο δροσερούς λόφους για να ξεκαλοκαιριάσει.

μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os mochileiros hospedaram-se no albergue por uma noite.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι εξαντλημένοι ταξιδιώτες κατέλυσαν σε έναν ξενώνα στην άκρη της πόλης.

σφηνώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό.

κατασκηνώνω

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sim, ele se aloja aqui na pousada de vez em quando. // Os dois amigos dividiram um quarto durante o primeiro ano na faculdade.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alojar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.