Τι σημαίνει το alors στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alors στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alors στο Γαλλικά.

Η λέξη alors στο Γαλλικά σημαίνει τότε, τότε, λοιπόν, τότε, οπότε, άρα, λοιπόν, Ωραία, συνεπώς, επομένως, τώρα, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, τότε, ε και;, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, ως τότε, επ'αυτοφώρω, μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ενώ, παρόλο που, Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, γαμώτο, πω πω, όπα, Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!, αμάν!, μπράβο, ώπα, αμάν, Πω!, Πω πω!, αμμάν!, σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα, μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό, αμάν, Πω πω!, ε, και;, και;, ποιος να το 'λεγε, μα τον Θεό, κοίτα να δεις, μπράβο, Έλα!, ε και;, και λοιπόν;, και τι έγινε;, και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, Αντίο για τώρα, Πω πω!, Πω-πω!, Πω πω!, Τα λέμε!, Κοίτα να δεις!, τι με νοιάζει εμένα;, Τι λες τώρα!, βρε που να με πάρει!, Τι τύχη είναι αυτή;, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, πωπώ, ποπό, Να πάρει!, Που να πάρει!, Κοίτα να δεις!, ή μάλλον, ή καλύτερα, καθώς, όπως, πανάθεμά σε!, ενώ, ενώ, ενώ, φίλε, Κοίτα να δεις!, λοιπόν, πάμε, φύγαμε, άκου να δεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alors

τότε

adverbe (à ce moment-là)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hier ? Que faisais-tu alors ?
Χθες; Τι έκανες τότε;

τότε

adverbe (conséquence)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si tu manges tout ton repas, alors tu auras de la tarte en récompense.
Αν φας όλο το φαγητό σου, τότε μπορείς να φας γλυκό σαν ανταμοιβή.

λοιπόν

adverbe (changement de sujet)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Alors, Alice, pourquoi es-tu venue à Édimbourg ?

τότε

adverbe (dans ce cas)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu restes à la maison ce soir ? Alors je reste à la maison aussi.

οπότε, άρα

conjonction (conséquence)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
J'ai faim alors je vais manger quelque chose.
Πεινάω, οπότε θα πάρω να κάτι να φάω.

λοιπόν

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alors, vous ne pensez pas que j'ai raison ?
Λοιπόν, δεν πιστεύεις ότι έχω δίκιο;

Ωραία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alors ! Qui va faire le café ?

συνεπώς, επομένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il en avait envie, alors (or: donc) il l'a acheté.

τώρα

adverbe (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bon, soyez sages !
Καθίστε φρόνιμα. Τώρα!

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τότε δεν καταλάβαινα πλήρως τι εννοούσε, αλλά μπήκα στο νόημα αργότερα.

τότε

locution adjectivale

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Je me rappelle avoir visité ce château avec celui qui était alors mon fiancé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν τον γνώρισα, ο τότε δεκαεπτάχρονος ήταν το αστέρι της ομάδας μπάσκετ του σχολείου του.

ε και;

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mario est plus payé que toi. Et alors ?
Ο Μάριο πληρώνεται περισσότερο από σένα. Ε και;

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως τότε

locution adverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επ'αυτοφώρω

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai attrapé mon chien alors même qu'il était en train de manger le steak que j'avais acheté pour dîner.

μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
En mai dernier j'ai rencontré ma femme. Jusqu'alors, je n'avais jamais été amoureux.
Γνώρισα τη σύζυγό μου τον περασμένο Μάιο. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναερωτευθεί.

ενώ

conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il aime les brocolis tandis qu'elle les déteste.
Σε εκείνον αρέσουν τα μπρόκολα, ενώ εκείνη τα σιχαίνεται.

παρόλο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Linda est venue travailler bien qu'elle soit malade.
Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια.

Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι

(proverbe : intention de se venger) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαμώτο

(vulgaire) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πω πω, όπα

interjection (familier, un peu vieilli) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Eh bien, ça alors ! Je n'ai jamais vu quelque chose comme ça !

Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ça alors, tu as perdu du poids !

αμάν!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ça alors ! Tu l'as eue où, cette voiture ?

μπράβο, ώπα, αμάν

interjection (αργκό, ευφημισμός-υποδηλώνει έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πω!, Πω πω!, αμμάν!

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a gagné le match en trichant. Et alors ?
Δηλαδή κέρδισε το παιχνίδι κλέβοντας. Σιγά το πράγμα!

μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό

(familier, un peu vieilli)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ça alors ! Je n'en reviens pas que tu aies dit ça !

αμάν

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Ça lors ! Ben a finalement eu son permis !"

Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ε, και;

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'ailleurs, j'ai l'air grosse dans ce jeans : et alors ?
Εντάξει λοιπόν, δείχνω χοντρή με αυτό το τζιν. Ε, και;

και;

Tu gagnes plus que moi. Et alors ?

ποιος να το 'λεγε

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eh bien ça alors ! Tu as gagné à la loterie !
Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

μα τον Θεό

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ça alors ! Je pensais ne plus jamais te voir.

κοίτα να δεις, μπράβο

(familier : surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Έλα!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Qui l'eût cru ! On est arrivés à l'heure, après tout !

ε και;, και λοιπόν;, και τι έγινε;

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu as fait une petite erreur, et alors !
Έκανες λοιπόν ένα μικρό λαθάκι! Και τι έγινε;

και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as fait quelques petites fautes ? Et alors ?

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

(vulgaire) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Αντίο για τώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πω-πω!, Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

interjection (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Κοίτα να δεις!

(έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι με νοιάζει εμένα;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι λες τώρα!

(familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

βρε που να με πάρει!

(familier, un peu vieilli)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι τύχη είναι αυτή;

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

(très familier, vulgaire) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πωπώ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ποπό

interjection (familier, un peu vieilli)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Να πάρει!, Που να πάρει!

interjection (un peu familier)

Κοίτα να δεις!

interjection (familier : impressionné)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ή μάλλον, ή καλύτερα

conjonction (précision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'aime pas le café. Ou alors, seulement quand il est très léger.
Δεν μου αρέσει ο καφές. Η μάλλον μου αρέσει, αλλά μόνο όταν είναι πολύ ελαφρύς.

καθώς, όπως

(au moment où)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Alors qu'il grimpait à l'échelle, son marteau glissa de sa ceinture.
Ενόσω ανέβαινε τη σκάλα, το σφυρί γλίστρησε από την ζώνη του.

πανάθεμά σε!

(familier) (σε άτομο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Maudite mouche !
Αναθεματισμένη παλιόμυγα!

ενώ

conjonction (opposition)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Que fais-tu à Madrid alors que tu es censé être à Paris ?
Τι κάνεις στη Μαδρίτη όταν υποτίθεται ότι είσαι στο Παρίσι;

ενώ

conjonction

Bien que nous soyons affectés au même poste, lui se fait 50,000 $ par an alors que je ne gagne que 40,000 $.
Παρόλο που κάνουμε την ίδια δουλειά αυτός βγάζει 50.000 δολάριο τον χρόνο ενώ εγώ βγάζω μόνο 40.000.

ενώ

Alors que j'aime les chats, ma femme préfère les chiens.

φίλε

(familier : surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Purée ! Regarde ce que je viens de trouver.
Όχι ρε φίλε! Κοίτα τι βρήκα.

Κοίτα να δεις!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ça alors ! Je n'aurais jamais cru te croiser ici !

λοιπόν

interjection

Alors ? Qu'est-ce que vous avez à dire ?
Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;

πάμε, φύγαμε

άκου να δεις!

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alors στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.