Τι σημαίνει το amateur στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amateur στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amateur στο Αγγλικά.

Η λέξη amateur στο Αγγλικά σημαίνει ερασιτέχνης, ερασιτέχνης, ερασιτέχνης, ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, ερασιτέχνης αθλητής, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης, ερασιτεχνικό θέατρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amateur

ερασιτέχνης

noun (person: not a professional)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
For an amateur, Karen takes beautiful wildlife photographs.
Για ερασιτέχνης η Κάρεν βγάζει όμορφες φωτογραφίες της άγριας φύσης.

ερασιτέχνης

noun (pejorative (unskilled person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Although Amber is very good at art, when it comes to music she's an amateur.
Αν και η Άμπερ είναι πολύ καλή στις τέχνες, στη μουσική είναι ερασιτέχνης.

ερασιτέχνης

noun as adjective (person: not professional)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Greg doesn't get paid for his act; he's still an amateur comedian.
Ο Γκρεγκ δεν πληρώνεται για το ρόλο του. Είναι ακόμη ερασιτέχνης κωμικός.

ερασιτέχνης

noun as adjective (pejorative (person: lacking skill) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Sadie is an amateur musician.
Η Σάντυ είναι ερασιτέχνης μουσικός.

ερασιτεχνικός

noun as adjective (pejorative (lacking quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Caleb's songs show potential, but his technical skills are still amateur.
Τα τραγούδια του Χαλέμπ έχουν δυναμική, αλλά οι τεχνικές του δεξιότητες είναι ακόμη σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

ερασιτέχνης

noun (athlete: not professional)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Before Mike became a professional ball player, he was an amateur for seven years.

ερασιτέχνης αθλητής

noun (non-professional sportsperson)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Olympic Games are supposedly for amateur athletes, but the hockey players are mostly professionals.

ερασιτέχνης ζωγράφος

noun (artist: non-professional)

The amateur painter's works got a good price at the charity auction.

ερασιτέχνης

noun (doing [sth] non-professionally)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ερασιτεχνικό θέατρο

noun (amateur stage productions)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amateur στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του amateur

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.