Τι σημαίνει το aquecer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aquecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aquecer στο πορτογαλικά.
Η λέξη aquecer στο πορτογαλικά σημαίνει ζεσταίνω, ζεσταίνω, προετοιμάζω, κάνω διατάσεις, γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα, ζεσταίνω, ζεσταίνω, ζεσταίνομαι, ανάβω, καίω, θερμαίνω, ζεσταίνω, ετοιμάζω, θερμαίνω, ζεσταίνω, ζεσταίνω, ζεσταίνω, προθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι, ξεπιάνομαι ή χαλαρώνω με γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαι, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, ζεσταίνομαι, βράζω κτ μέχρι να εξατμιστεί, βάζω στα μικροκύματα, ψήνω σε κάμινο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aquecer
ζεσταίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acendi um fogo para aquecer a casa. Άναψα μια φωτιά για να ζεστάνω το σπίτι. |
ζεσταίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally esquentou um pedaço de torta para a sobremesa. Η Σάλι ζέστανε ένα κομμάτι πίτα για επιδόρπιο. |
προετοιμάζωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O humorista aqueceu a plateia com piadas e brincadeiras bobas. Ο κωμικός προετοίμασε το κοινό με αστεία και χαζές φάρσες. |
κάνω διατάσειςverbo transitivo (figurativo, informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) É importante aquecer antes e depois de se exercitar. Είναι σημαντικό να κάνεις διατάσεις πριν και μετά την άσκηση. |
γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Seu sorriso animado me aquece todas as manhãs. |
ζεσταίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζεσταίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu vou aquecer seu jantar quando você chegar em casa. Θα σου ζεστάνω το φαγητό ότι ώρα έρθεις σπίτι. |
ζεσταίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A casa esquentou durante o dia. Το σπίτι ζεστάθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας. |
ανάβω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A discussão esquentou quando mudou para a religião. Η συζήτηση άναψε μόλις αναφέρθηκε στη θρησκεία. |
καίω(causar calor intenso) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Um verão quente abafou o vale. |
θερμαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζεσταίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ετοιμάζω(BR) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θερμαίνω, ζεσταίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As instruções dizem para esquentar a água à temperatura ambiente. Οι οδηγίες λένε να θερμάνουμε το νερό σε θερμοκρασία δωματίου. |
ζεσταίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você deveria amornar (or: aquecer) o leite do bebê antes de dar para ele. Πρέπει να ζεσταίνεις το γάλα του μωρού πριν το ταΐσεις. |
ζεσταίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vou esquentar algumas sobras para o almoço. Θα ζεστάνω λίγο φαγητό που είχε μείνει για μεσημεριανό. |
προθερμαίνομαι(atividade física) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vamos nos aquecer um pouco antes de começar a correr. Ας κάνουμε λίγο ζέσταμα πριν αρχίσουμε το τρέξιμο. |
ζεσταίνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vamos entrar e nos aquecer, estamos aqui fora faz tempo demais. Ας πάμε μέσα να ζεσταθούμε. Παραμείναμε εδώ έξω. |
ξεπιάνομαι ή χαλαρώνω με γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαιverbo pronominal/reflexivo (para atividade atlética) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολαμβάνω, ευχαριστιέμαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζεσταίνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O viajante cansado entrou para se aquecer junto ao fogo. |
βράζω κτ μέχρι να εξατμιστεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω στα μικροκύματαlocução verbal (gíria) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Βάλε τη σούπα στα μικροκύματα για δυο λεπτά και μετά σέρβιρέ την. |
ψήνω σε κάμινοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aquecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του aquecer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.