Τι σημαίνει το bed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bed στο Αγγλικά.
Η λέξη bed στο Αγγλικά σημαίνει κρεβάτι, κλίνη, κατάλυμα, σημείο να ξεκουραστώ, υπόστρωμα, στρώση, παρτέρι, βυθός, πυθμένας, θεμέλιο, κοιμίζω, βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο, κρεβατώνω, στρώνω, απλώνω, στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτι, φυτεύω, πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο, κοιμίζω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω, κάνω κπ να προσαρμοστεί, φυτεύω σε εξωτερικό χώρο, φουσκωτό στρώμα, κατάλυμα τύπου bed and breakfast, διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα, οικογενειακή εστία, bed and breakfast, Β&Β, διαμονή με πρωινό, μπάνιο επί κλίνης, κοριός, σεντόνια, σκεπάσματα, εύκολο πράγμα, κατάκλιση, σεντόνι, τραπεζάκι κρεβατιού, κομοδίνο, νυκτερινή ενούρηση, κλινήρης, έλκος κατακλίσεως, έλκος κατάκλισης, κουκέτα, κουκέτα, κουκέτες, ράντζο, ράντζο, ντιβάνι, κοίτη ρυακιού, καναπές, νεκροκρέβατο, κρεβάτι σκύλου, διπλό κρεβάτι, παρτέρι, πτυσσόμενο κρεβάτι, σπαστό κρεβάτι, κρεβάτι με ουρανό, σηκώνομαι από το κρεβάτι, ετοιμάζομαι για ύπνο, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, νοσοκομειακή κλίνη, κέντρο των εξελίξεων, θερμοκήπιο, φυτώριο, επιφάνεια ψύξης, κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιες, μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες, στο κρεβάτι, ξαπλωμένος, σκευωρία, συμπαιγνία, υπέρδιπλο κρεβάτι, υπερυψωμένο κρεβάτι, στρώνω το κρεβάτι, στρώνω το κρεβάτι, στρώνω το κρεβάτι μου, στρώνω, κοίτη του νυχιού, ταλαιπωρία, δοκιμασία, στρειδοκαλλιέργεια, αποσπώμενο κρεβάτι, βάζω κπ για ύπνο, σταματάω, σταματώ, ετοιμάζω κτ για εκτύπωση, υπέρδιπλο κρεβάτι, υπέρδιπλο κρεβάτι, κοίτη ποταμού, σηκώνομαι από το κρεβάτι, στέγαση και σίτιση, παρτέρι με τριανταφυλλιές, κρεβάτι, μονό κρεβάτι, καναπές-κρεβάτι, σολάριουμ, τράπεζα δοκιμής, συρταρωτό κρεβάτι, δύο μονά κρεβάτια, αγγειακό σύστημα, στρώμα με νερό, βρέχω το κρεβάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bed
κρεβάτιnoun (furniture for sleeping) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I will put clean sheets on your bed. Θα στρώσω καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι σου. |
κλίνηnoun (patient's cot) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The ward has six beds and a view over the hospital grounds. Ο θάλαμος έχει έξι κρεβάτια και θέα στον εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου. |
κατάλυμαnoun (lodging) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He was looking for a bed for the night. Έψαχνε ένα μέρος για να κοιμηθεί το βράδυ. |
σημείο να ξεκουραστώnoun (resting place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The cat went looking for a bed in the sun. Η γάτα έψαχνε ένα σημείο να ξεκουραστεί κάτω από τον ήλιο. |
υπόστρωμαnoun (road layer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The road was made of tar and stones on a bed of gravel. Ο δρόμος ήταν φτιαγμένος από πίσσα και πέτρες, πάνω σε ένα υπόστρωμα από χαλίκι. |
στρώσηnoun (food: layer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The salad was served on a bed of lettuce. |
παρτέριnoun (garden plants) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There were rose beds around the cottage. |
βυθός, πυθμέναςnoun (lake, river, ocean bottom) (θάλλασσα, λίμνη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There was coral on the bed of the sea. |
θεμέλιοnoun (foundation) (αυτό πάνω στο οποίο έχει χτιστεί κάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The house was built on a bed of solid rock. |
κοιμίζωtransitive verb (provide with a bed) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The room could bed five people. |
βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνοtransitive verb (put to bed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The nurse had to bath and bed the children by seven o'clock. |
κρεβατώνωtransitive verb (informal (have sex with) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He had bedded countless women. |
στρώνω, απλώνωtransitive verb (lay flat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To make the garden path, Lucy bedded the stone tiles into the ground. |
στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτιtransitive verb (place in a layer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you bed the glasses in straw it will protect them. Αν στρώσεις τα γυαλιά πάνω σε άχυρο, θα τα προστατεύσει. |
φυτεύωtransitive verb (horticulture: plant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is time to bed out the seedlings. |
πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνοphrasal verb, intransitive (go to bed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I usually bed down at about eleven o'clock. Συνήθως πάω για ύπνο γύρω στις 11. |
κοιμίζωphrasal verb, transitive, separable (provide bed for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily fed, bathed, and bedded down the children. |
προσαρμόζομαι, συνηθίζωphrasal verb, intransitive (become settled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) New players at the football club need time to bed in. |
κάνω κπ να προσαρμοστείphrasal verb, transitive, separable (make settled) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The coach took several months to bed the team's young defender in. |
φυτεύω σε εξωτερικό χώροphrasal verb, transitive, separable (horticulture: plant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φουσκωτό στρώμαnoun (lilo, inflatable mattress) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατάλυμα τύπου bed and breakfastnoun (abbreviation (bed and breakfast) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμαnoun (living quarters and meals) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οικογενειακή εστίαnoun (dated (marital home) Henry said that what his wife did was no longer his concern, as she had left his bed and board. |
bed and breakfast, Β&Βnoun (small guesthouse) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I like to stay in a bed and breakfast instead of in a big hotel. Προτιμώ να μείνω σε ένα B&B, αντί για ένα μεγάλο ξενοδοχείο. |
διαμονή με πρωινόnoun (uncountable (lodging with morning meal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Several houses in this village offer bed and breakfast. Πολλά σπίτια σε αυτό το χωριό προσφέρουν διαμονή με πρωινό. |
μπάνιο επί κλίνηςnoun (wash given to a patient in bed) (επίσημο: για άρρωστο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοριόςnoun (wingless parasite) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Steam cleaners can be used to eradicate bed bugs from mattresses. |
σεντόνια, σκεπάσματαnoun (sheets, covers for a bed) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Part of her job was to put dirty bed linens in the washing machine. |
εύκολο πράγμαnoun (figurative (pleasant, luxurious experience) |
κατάκλισηnoun (patient: confinement to bed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The doctor recommended bed rest and plenty of fluids to aid his recovery. |
σεντόνιnoun (often plural (linen for a bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) At the hotel, they make sure to change the bed sheets every day. |
τραπεζάκι κρεβατιούnoun (placed over person in bed) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κομοδίνοnoun (small table next to bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νυκτερινή ενούρησηnoun (urinating during sleep) |
κλινήρηςadjective (confined to bed) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My mother is bedridden with severe arthritis. |
έλκος κατακλίσεως, έλκος κατάκλισηςnoun (bedridden person's pressure sore) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The nurses turned the patient daily to prevent him getting bed sores. |
κουκέταnoun (bunk bed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My sister sleeps in the top bunk because she's older. Η αδερφή μου κοιμάται στην επάνω κουκέτα, καθώς είναι μεγαλύτερη. |
κουκέταnoun (bed above or below another) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lisa sleeps in the top bunk bed, Ella in the one beneath. |
κουκέτεςplural noun (beds: stacked) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) My brother and I sleep in bunk beds. Κοιμόμαστε σε κουκέτες με τον αδελφό μου. |
ράντζοnoun (US (portable bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The visitor slept on a cot in the back porch. Ο επισκέπτης κοιμήθηκε σε ένα ράντζο στην πίσω βεράντα. |
ράντζοnoun (camp or military bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The soldiers sleep on cots in their barracks. |
ντιβάνιnoun (narrow bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The maid's room had a wash basin and a narrow cot. Το δωμάτιο της υπηρέτριας είχε έναν νιπτήρα και ένα στενό ντιβάνι. |
κοίτη ρυακιούnoun (bottom of a stream) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καναπέςnoun (furniture: sofa bed) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νεκροκρέβατοnoun (bed of a dying person) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All of the children were called to their father's deathbed. |
κρεβάτι σκύλουnoun (basket for canine) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διπλό κρεβάτιnoun (bed for two) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have a room with a double bed and en-suite bathroom? Έχεις στην κρεβατοκάμαρα διπλό κρεβάτι με εσωτερικό μπάνιο; |
παρτέριnoun (area where flowering plants are grown) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She was weeding the flower beds before the visitors arrived. |
πτυσσόμενο κρεβάτι, σπαστό κρεβάτιnoun (bed that folds away, camp bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She took the folding bed out of the closet for her guest to sleep on. |
κρεβάτι με ουρανόnoun (bed with post at each corner) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My grandparents have a four-poster bed. |
σηκώνομαι από το κρεβάτιverbal expression (rise in morning) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was sick today and did not want to get out of bed. |
ετοιμάζομαι για ύπνοverbal expression (put on nightwear) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vanessa told the children to get ready for bed. |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτιverbal expression (return to bed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When I saw it was raining outside I decided to go back to bed. |
πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώverbal expression (retire at night) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's past midnight and time for me to go to bed. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο. |
νοσοκομειακή κλίνη(bed for patients) (επίσημο) |
κέντρο των εξελίξεωνnoun (figurative (place where [sth] is rife) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This section of the city is a hotbed for new artists. |
θερμοκήπιο, φυτώριοnoun (heated glasshouse for plants) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Using this hotbed we can grow crops even when they are out of season. |
επιφάνεια ψύξηςnoun (metalworking: platform for cooling) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιεςnoun (slang (bed shared in shifts) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιεςintransitive verb (slang (share bed in shifts) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο κρεβάτιadverb (informal (sexually) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rumor has it he's pretty good in bed. |
ξαπλωμένοςadverb (lying in one's bed) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σκευωρία, συμπαιγνίαexpression (figurative (in collusion with) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The mayor's in bed with the property developers to get the plans approved quickly. |
υπέρδιπλο κρεβάτιnoun (extra-large bed) Every room in the hotel has a king-size bed. |
υπερυψωμένο κρεβάτιnoun (bed on raised platform) |
στρώνω το κρεβάτιverbal expression (arrange bed linen) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Every morning, my mom insists that I make my bed before I leave for school. |
στρώνω το κρεβάτιverbal expression (rearrange the bedsheets) Now that we use duvets instead of sheets and blankets, making the bed is much easier. Mrs. Nelson makes sure that her kids make their beds every morning. Τώρα που χρησιμοποιούμε παπλώματα αντί για σεντόνια και κουβέρτες, το να στρώνεις το κρεβάτι είναι πολύ πιο εύκολο. Η κυρία Νέλσον επιμένει να στρώνουν τα παιδιά τα κρεβάτια τους κάθε πρωί. |
στρώνω το κρεβάτι μουverbal expression (arrange bedclothes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I make the bed before I leave the house each day. |
στρώνωverbal expression (figurative (create circumstances) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You made your bed so you will have to sleep in it. |
κοίτη του νυχιούnoun (fingernail, toenail part) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ταλαιπωρία, δοκιμασίαnoun (harsh experience, ordeal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My job is no bed of roses - I'm on my feet all day and the hours are long. |
στρειδοκαλλιέργειαnoun (place where oysters grow) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποσπώμενο κρεβάτιnoun (folding furniture for sleeping on) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When we have guests at our house they usually sleep on the pull-out bed. |
βάζω κπ για ύπνοverbal expression (tuck into bed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I read my daughter a story every night when I put her to bed. |
σταματάω, σταματώverbal expression (figurative, informal (stop, end) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's time we put all these vicious rumours to bed. |
ετοιμάζω κτ για εκτύπωσηverbal expression (figurative, informal (prepare for printing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's always a race to put the latest magazine issue to bed. |
υπέρδιπλο κρεβάτιnoun (extra-wide double bed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every double room in this hotel has a queen bed. |
υπέρδιπλο κρεβάτιnoun (bed: larger than double) A queen-size bed is both longer and wider than a double bed. |
κοίτη ποταμούnoun (bottom of a stream) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The water was so clear it was easy to see down to the river bed. |
σηκώνομαι από το κρεβάτιverbal expression (US, Informal (get up from bed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The professor's hair was always a mess, as if he'd just rolled out of bed. The children normally roll out of bed late on Saturdays. Τα μαλλιά του καθηγητή ήταν πάντα ανακατεμένα σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. |
στέγαση και σίτισηnoun (rental arrangement: room plus meals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρτέρι με τριανταφυλλιέςnoun (area where rose bushes grow) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρεβάτιverbal expression (be lovers) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They no longer shared a bed. |
μονό κρεβάτιnoun (bed for one person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καναπές-κρεβάτιnoun (settee that converts into a bed) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) It's handy to have a sofa bed for guests to sleep on. |
σολάριουμnoun (sunbed) (κρεβάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τράπεζα δοκιμήςnoun (engineering: testing area) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συρταρωτό κρεβάτιnoun (low bed on wheels) |
δύο μονά κρεβάτιαplural noun (two single beds) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Our daughters have twin beds but the boys have bunks. |
αγγειακό σύστημαnoun (anatomy: system of blood vessels) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στρώμα με νερόnoun (bed filled with liquid) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρέχω το κρεβάτιverbal expression (urinate in one's sleep) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.