Τι σημαίνει το bomb στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bomb στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bomb στο Αγγλικά.

Η λέξη bomb στο Αγγλικά σημαίνει βόμβα, ατομική βόμβα, βομβαρδίζω, πατώνω, πατώνω, τα σπάω, βόμβα, πατάτα, φόλα, μάπα, που τα σπάει, μακρινή πάσα, σακαράκα, περιέκτης ραδιενεργού υλικού, ηφαιστειακή πέτρα, ψηλοκρεμαστή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φεύγω γρήγορα, βομβαρδίζω το σπίτι κάποιου, βομβαρδίζω, ατομική βόμβα, ατομική βόμβα, ρίχνω ατομική βόμβα σε κτ, ρίχνω ατομική βόμβα, πολύ ισχυρή βόμβα, βομβιστική επίθεση, πυροτεχνουργός, μονάδα πυροτεχνουργών, φάρσα για τοποθέτηση βόμβας, συναγερμός για βόμβα, καταφύγιο, βομβαρδισμένη περιοχή, ομάδα πυροτεχνουργών, βομβαρδιστική αποστολή, ανθεκτικός στις βόμβες, βόμβα σε αυτοκίνητο, βομβαρδίζω περιοχή, κροτίδα σε σχήμα κερασιού, βόμβα θρυμματισμού, βόμβα διασποράς, κοστίζω ακριβά, βόμβα βυθού, βομβαρδίζω κάνοντας βουτιά, βόμβα υδρογόνου, εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή, βόμβα νετρονίου, ατομική βόμβα, πακέτο-βόμβα, δέμα-βόμβα, βόμβα μολότοφ, αυτοσχέδια βόμβα, βόμβα καπνού, ωρολογιακή βόμβα, ωρολογιακή βόμβα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bomb

βόμβα

noun (explosive device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bombs are a common part of modern warfare.
Οι βόμβες είναι κοινός τόπος στον σύγχρονο πόλεμο.

ατομική βόμβα

noun (nuclear weapons)

People suffered effects from the bomb for decades after it was dropped on the city.
Οι άνθρωποι υπέφεραν από τις επιπτώσεις της ατομικής βόμβας για δεκαετίες αφότου έπεσε στην πόλη.

βομβαρδίζω

transitive verb (drop explosives)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The city was bombed repeatedly during the war.
Η πόλη βομβαρδίστηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

πατώνω

transitive verb (US, figurative, slang (fail: a test) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack bombed his algebra test.
Ο Τζακ πάτωσε στο διαγώνισμα της άλγεβρας.

πατώνω

intransitive verb (figurative, slang (fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The previews for the movie looked good, but it bombed.
Οι κριτικές για την ταινία φαίνονταν καλές, αλλά πάτωσε.

τα σπάω

noun (figurative, slang ([sth] cool, excellent) (αργκό: συχνά γ' πρόσωπο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Those new shoes are the bomb!
Δεν υπάρχουν τα καινούρια παπούτσια!

βόμβα

noun (figurative (surprising news) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jasmine dropped the bomb that she and Dexter had eloped.

πατάτα, φόλα, μάπα

noun (figurative, slang (total failure) (καθομ, μτφ: αποτυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I enjoyed that movie, but it was a huge bomb.

που τα σπάει

noun (figurative, UK slang (great success) (μτφ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακρινή πάσα

noun (American football: long pass)

σακαράκα

noun (Aus, NZ, figurative, slang (old automobile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιέκτης ραδιενεργού υλικού

noun (radioactive material container)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηφαιστειακή πέτρα

noun (volcanic rock)

Bombs are one of the many dangers associated with active volcanoes.

ψηλοκρεμαστή

noun (up-and-under) (καθομιλουμενη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun as adjective (related to or for bombs)

Bomb experts are still examining the device.

φεύγω γρήγορα

intransitive verb (figurative, slang (move very quickly)

Nelson angrily bombed off for home.

βομβαρδίζω το σπίτι κάποιου

phrasal verb, transitive, separable (leave [sb] homeless by bombing their home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βομβαρδίζω

phrasal verb, transitive, separable (destroy [sth] by bombing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ατομική βόμβα

noun (abbreviation (atomic bomb)

The U.S. detonated the first A-bomb near Alamogordo, New Mexico.
Οι Η.Π.Α. έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα κοντά στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού.

ατομική βόμβα

noun (nuclear weapon)

ρίχνω ατομική βόμβα σε κτ

transitive verb (drop atom bomb on place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω ατομική βόμβα

intransitive verb (drop atom bomb)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ ισχυρή βόμβα

noun (historical (huge bomb)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This neighborhood was decimated by a blockbuster during the war.
Αυτή η γειτονιά αποδεκατίστηκε από μια πολύ ισχυρή βόμβα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

βομβιστική επίθεση

noun (explosive assault)

πυροτεχνουργός

noun (person who defuses explosives)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μονάδα πυροτεχνουργών

noun (police squad: defuses explosives)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When the policeman found a suitcase abandoned in the airport, he called the bomb disposal unit.

φάρσα για τοποθέτηση βόμβας

noun (law: fraudulent threat)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συναγερμός για βόμβα

noun (colloquial (believed threat of explosives)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καταφύγιο

noun (protective bunker)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many bomb shelters built in the 1950's are still useable.

βομβαρδισμένη περιοχή

noun (area devastated by explosives)

Hiroshima became one of the most terrible bomb sites history had ever known.

ομάδα πυροτεχνουργών

noun (police team: defuses explosives)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When the policeman found a suitcase abandoned in the airport, he called the bomb squad.

βομβαρδιστική αποστολή

noun (fighter plane: pre-bomb drop) (αεροπορία)

The planes went on a bombing run over enemy territory.

ανθεκτικός στις βόμβες

adjective (resistant to explosives)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βόμβα σε αυτοκίνητο

noun (incendiary device in an automobile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βομβαρδίζω περιοχή

transitive verb (drop many bombs over an area)

κροτίδα σε σχήμα κερασιού

noun (firecracker)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βόμβα θρυμματισμού, βόμβα διασποράς

noun (explosive weapon)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοστίζω ακριβά

verbal expression (UK, figurative, slang (be expensive)

βόμβα βυθού

noun (underwater explosive device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βομβαρδίζω κάνοντας βουτιά

transitive verb (attack with steep dive) (για αεροσκάφος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βόμβα υδρογόνου

noun (thermonuclear explosive device)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The country tested a hydrogen bomb recently.

εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή

noun (explosive device inside envelope)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βόμβα νετρονίου

noun (radiation bomb: nuclear explosive)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατομική βόμβα

noun (atomic explosive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During World War II, the United States dropped two nuclear bombs on Japan.

πακέτο-βόμβα, δέμα-βόμβα

noun (explosive device in a package)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A parcel bomb killed one woman and injured five other people yesterday.

βόμβα μολότοφ

noun (UK (incendiary device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτοσχέδια βόμβα

(homemade bomb) (σε σωλήνα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βόμβα καπνού

noun (small missile that lets off smoke)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It looks like someone set off a smoke bomb!

ωρολογιακή βόμβα

noun (literal (timed explosive device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The spy planted the time bomb, knowing he only had two minutes to get to safety.

ωρολογιακή βόμβα

noun (figurative (person, thing: will cause trouble) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's a time bomb with a short fuse when she's upset.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bomb στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bomb

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.