Τι σημαίνει το cabo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cabo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cabo στο πορτογαλικά.

Η λέξη cabo στο πορτογαλικά σημαίνει λαβή, σύρμα, δεκανέας, ακρωτήριο, ναυτικό στάδιο, αλυσίδα, λαβή, υποδεκανέας, σώμα, κύρτωμα, χερούλι, στράλι, υνί, λαβή, άξονας, κορμός, λαβή, καλώδιο, καλώδιο, σχοινί, καλωδιακή τηλεόραση, καλωδιώνω, βάζω καλωδιακή, ψηφοθήρας, διελκυστίνδα, όρυξ, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, δένω, κουβανικό τρωκτικό που έχει εξαφανιστεί, εκτελώ, διεξάγω, πραγματοποιώ, με μακρύ χερούλι, με μακριά λαβή, με δυνατότητα σύνδεσης στη δορυφορική τηλεόραση, σκουπόξυλο, εκπομπή καλωδιακής τηλεόρασης, σκοινί ρυμούλκησης, σχοινί ρυμούλκησης, σκοινί ρυμούλκησης, σχοινί ρυμούλκησης, κοντάρι, καλώδιο μπαταρίας, καλωδιακή τηλεόραση, καλωδιακή τηλεόραση, ομοαξονικό καλώδιο, καλώδιο, καλώδιο, καλώδιο τηλεφώνου, γραμμή μεταφοράς, υπόγειο καλώδιο, Κέηπ Τάουν, καλώδιο ρεύματος, αναλογική σύνδεση, αναλογική γραμμή, αναλαμβάνω, καταφέρνω, επιτυγχάνω, παγκόσμιος, γενικός, κοινός, ως την λαβή του μαχαιριού, λαβή, αγώνας, ανταγωνισμός, εκτελώ, εκπέμπω μέσω καλωδιακής τηλεόρασης, διαλύω, τσακίζω, λιανίζω, πατώ, συντρίβω, στενή λωρίδα γης, ολοκληρώνω, επιφέρω, ακροδέκτης, αγωγός, καλώδια μπαταρίας, ξεκάνω, ολοκληρώνω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cabo

λαβή

(ferramenta, panela)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pegue o machado pelo cabo e golpeie.
Πιάσε το τσεκούρι από τη λαβή και περίστρεψέ το.

σύρμα

substantivo masculino (fio, conjunto de fios)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os acrobatas são pendurados por cabos para dar a impressão de que estão voando.
Οι ακροβάτες αιωρούνται από σύρματα ώστε να φαίνεται ότι πετούν.

δεκανέας

substantivo masculino (militar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ακρωτήριο

substantivo masculino (geografia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Teresa viu o nascer do sol no cabo hoje de manhã.
Η Τερέζα είδε την ανατολή του ηλίου στο ακρωτήριο σήμερα το πρωί.

ναυτικό στάδιο

substantivo masculino

αλυσίδα

substantivo masculino (náutica: corda grossa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O convés do navio está escorregadio, então cuidado para não tropeçar no cabo.

λαβή

substantivo masculino (de ferramenta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποδεκανέας

substantivo masculino (militar)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σώμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O golfista segurou o cabo de seu taco e se preparou para fazer sua tacada.
Η γκόλφερ έπιασε το σώμα του μπαστουνιού της και ετοιμάστηκε να χτυπήσει το μπαλάκι.

κύρτωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela segurou o guarda-chuvas pelo cabo.

χερούλι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O cabo da velha faca estava gasto e precisava ser trocado.
Η λαβή του παλιού μαχαιριού είχε φθαρεί και έπρεπε να αντικατασταθεί.

στράλι

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υνί

substantivo masculino (de arado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os campos não podem ser arados até consertarmos o cabo.

λαβή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άξονας

substantivo masculino (remo) (μέρος κουπιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κορμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λαβή

substantivo masculino (de espada) (ξίφος, μαχαίρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλώδιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο

(cabo elétrico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este fio é muito curto para alcançar o fio elétrico.
Το καλώδιο είναι πολύ κοντό για να φτάσει την πρίζα.

σχοινί

(για σκηνή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλωδιακή τηλεόραση

καλωδιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω καλωδιακή

expressão verbal (στο σπίτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Na nossa casa não tem TV a cabo, então só temos canais locais.

ψηφοθήρας

(de votos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διελκυστίνδα

substantivo masculino (jogo com corda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όρυξ

(zoologia: antílope africano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

(με σχοινί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουβανικό τρωκτικό που έχει εξαφανιστεί

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa levou a cabo seu plano de trazer novos negócios e foi um grande sucesso.
Η εταιρεία εκτέλεσε με μεγάλη επιτυχία το πρόγραμμά της να ανοίξει νέες δουλειές.

διεξάγω, πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército está pronto para realizar um invasão amanhã.

με μακρύ χερούλι, με μακριά λαβή

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με δυνατότητα σύνδεσης στη δορυφορική τηλεόραση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκουπόξυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκπομπή καλωδιακής τηλεόρασης

expressão

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκοινί ρυμούλκησης, σχοινί ρυμούλκησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκοινί ρυμούλκησης, σχοινί ρυμούλκησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοντάρι

substantivo masculino (σκούπας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο μπαταρίας

(para carro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλωδιακή τηλεόραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλωδιακή τηλεόραση

ομοαξονικό καλώδιο

καλώδιο

(linha de fornecimento de energia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο

(cabo de fornecimento de energia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Όταν ένας κεραυνός χτύπησε ένα κοντινό καλώδιο, η γειτονιά μας έμεινε χωρίς ηλεκτρικό για αρκετές μέρες.

καλώδιο τηλεφώνου

(fio que liga o telefone à base)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραμμή μεταφοράς

(cabo de energia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόγειο καλώδιο

(cano largo que passa sob a terra)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Κέηπ Τάουν

(cidade na África do Sul)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο ρεύματος

(cabo de energia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναλογική σύνδεση, αναλογική γραμμή

(τηλεπικοινωνίες)

O computador tem um modem, que permite que se enviem dados por um cabo analógico.

αναλαμβάνω

(projeto: comprometer-se)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O construtor concordou em assumir a reforma.
Ο οικοδόμος συμφώνησε να αναλάβει την ανακαίνιση.

καταφέρνω, επιτυγχάνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παγκόσμιος, γενικός, κοινός

locução adjetiva (global, universal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ως την λαβή του μαχαιριού

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λαβή

(literal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγώνας, ανταγωνισμός

(figurado: competição)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτελώ

(executar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os espiões realizaram a missão.
Δεν μπορώ να κάνω αυτά που που απαιτούνται, βρες κάποιον που να μπορεί.

εκπέμπω μέσω καλωδιακής τηλεόρασης

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαλύω, τσακίζω, λιανίζω, πατώ, συντρίβω

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στενή λωρίδα γης

(fig., extensão territorial longa e estreita)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ολοκληρώνω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não vai ser fácil, mas vamos chegar até o fim deste projeto.
Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo efetuou mudanças através de sua política de cobrança de impostos.
Η κυβέρνηση επέφερε αλλαγές μέσω της φορολογικής της πολιτικής.

ακροδέκτης, αγωγός

substantivo masculino (eletricidade) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Αρχικά, σύνδεσε τον κόκκινο ακροδέκτη (or: αγωγό) στην καφέ υποδοχή.

καλώδια μπαταρίας

(BRA: engenharia elétrica)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Paul guardava um par de cabos para chupeta em seu carro caso esquecesse os faróis acesos.

ξεκάνω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O boxeador livrou-se de seu adversário em apenas dois rounds.
Ο πυγμάχος ξέκανε τον αντίπαλό του σε δύο μόλις γύρους.

ολοκληρώνω με κτ

expressão verbal

Vamos dar cabo a este problema de uma vez por todas.
Ας τελειώσουμε μ' αυτό το ζήτημα μια και καλή.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cabo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.