Τι σημαίνει το canal στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης canal στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του canal στο ισπανικά.
Η λέξη canal στο ισπανικά σημαίνει κανάλι, κανάλι, πόρος, κανάλι, πόρος, κανάλι, δίκτυο, κανάλι, δίοδος, κανάλι, αυλάκι, κανάλι, ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό κανάλι, κανάλι εκροής, σταθμός, γραμμή επικοινωνίας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αυλάκωση, πόρος, εγκοπή, χαντάκι, κανάλι νερού, αγωγός, αυλός, σωλήνας, κανάλι απομάκρυνσης λυμάτων, διέξοδος, πορθμός, τηλεοπτικό κανάλι, κομιστικό κανάλι, τηλεοπτικό δίκτυο, στενό, στένωμα, ανοίγω κανάλι, κανάλι εντός του οποίου κινούνται τα νερά της παλίρροιας, ακουστικό κανάλι, κανάλι γέννησης, αρδευτική τάφρος, αρδευτικό κανάλι, ειδησεογραφικό κανάλι, τηλεοπτικός σταθμός, ακουστικός πόρος, Κανάλι του Παναμά, Μάγχη, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, χωνί, κανάλι, στενό, σκάφος για ναυσιπλοΐα σε κανάλι, βάρκα, πλωτή οδός, αλλάζω κανάλι, πέρασμα, τάφρος αποστράγγισης, σπονδυλικός σωλήνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης canal
κανάλιnombre masculino (TV) (τηλεόρασης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este canal tiene más que nada documentales de historia. Αυτό το κανάλι προβάλλει κυρίως ιστορικά ντοκιμαντέρ. |
κανάλιnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los canales pintorescos recorren toda la ciudad. |
πόρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κανάλιnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las imágenes satelitales muestran canales en Marte. |
πόρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Rob tiene una infección en el conducto auditivo. |
κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las comunicaciones militares deben cursarse siguiendo la vía adecuada. Η στρατιωτική επικοινωνία πρέπει να περάσει από τους σωστούς διαύλους. |
δίκτυο, κανάλι(ventas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vendían sus productos por la vía de venta directa. |
δίοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El canal estaba inundado después de la tormenta. |
κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυλάκι, κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό κανάλιnombre masculino (de TV) |
κανάλι εκροήςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σταθμόςnombre masculino (televisión) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ahora puedes transmitir montones de canales de televisión en el ordenador. Πλέον, μπορείς να δεις ζωντανά χιλιάδες τηλεοπτικούς σταθμούς από τον υπολογιστή σου. |
γραμμή επικοινωνίαςnombre masculino (figurado) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Madeleine tiene un canal directo hacia el presidente. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nombre masculino (de agua) Diana llevó el barco por el canal. |
αυλάκωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El albañil esculpió canales en espiral en la columna. |
πόρος(ανατομία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los fluidos corporales son transportados por los conductos. |
εγκοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Había una muesca a lo largo de la tabla de cortar para impedir que los jugos se derramasen. Υπήρχε μια εγκοπή στη μια μεριά του ξύλου κοπής για να μην τρέχουν τα ζουμιά. |
χαντάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La policía descubrió el cuerpo en la acequia. |
κανάλι νερού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγωγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El arquitecto diseñó el edificio con suficientes conductos para permitir la circulación del aire. |
αυλός, σωλήνας(anatomía) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La causa del dolor era probablemente un conducto obturado en alguna parte del aparato digestivo. Ο πόνος μάλλον προερχόταν από μια φραγμένη σάλπιγγα κάπου στο πεπτικό σύστημα. |
κανάλι απομάκρυνσης λυμάτων(σε ορυχείο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διέξοδος(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Escribir le proporcionó una salida a su creatividad. Η συγγραφή αποτελούσε μια διέξοδο για τη δημιουργικότητά του. |
πορθμός(geografía) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Navegaron por el estrecho hacia el mar. |
τηλεοπτικό κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es triste pasar doscientos canales de televisión y no hallar nada que ver. |
κομιστικό κανάλι(telecomunicaciones) (τηλεπικοινωνίες) |
τηλεοπτικό δίκτυο(radio, televisión) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Cuál de las emisoras nacionales transmitirá las Olimpiadas? Ποιο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο θα δείξει τους Ολυμπιακούς αγώνες; |
στενό, στένωμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hay pilotos especializados que guían los botes a través de los estrechos. Υπάρχουν εξειδικευμένοι καπετάνιοι που οδηγούν τα καράβια μέσα από τα στενά (or: στενώματα). |
ανοίγω κανάλιlocución verbal (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κανάλι εντός του οποίου κινούνται τα νερά της παλίρροιαςlocución nominal masculina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ακουστικό κανάλιnombre masculino |
κανάλι γέννησηςlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρδευτική τάφρος, αρδευτικό κανάλιlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El canal de riego pasa junto a la zona sembrada. |
ειδησεογραφικό κανάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Miro un canal de noticias de 24 horas para mantenerme actualizado. |
τηλεοπτικός σταθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hubo una época en que con suerte disponíamos de un par de canales de televisión. |
ακουστικός πόροςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tu canal auditivo está tapado con cera. |
Κανάλι του Παναμάlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todavía recuerdo mi visita a las exclusas de Gatún, en el Canal de Panamá. |
Μάγχηnombre propio masculino (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) El canal de la Mancha es una de las vías marítimas más transitadas del mundo. Η Μάγχη είναι ένα από τα κανάλια με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στον κόσμο. |
κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων(ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων(ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωνί, κανάλιlocución nominal masculina (χύτευσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στενό
|
σκάφος για ναυσιπλοΐα σε κανάλιlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάρκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλωτή οδός(για ποντοπόρα πλοία) El canal marítimo tiene un montón de tráfico últimamente. |
αλλάζω κανάλιlocución verbal (televisión) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cambia al canal 10. |
πέρασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tengan cuidado al hacer kayak por el canal navegable. |
τάφρος αποστράγγισης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σπονδυλικός σωλήνας
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του canal στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του canal
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.