Τι σημαίνει το cazo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cazo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cazo στο ισπανικά.
Η λέξη cazo στο ισπανικά σημαίνει πάω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, ανιχνεύω,αναζητώ, κυνηγάω, κυνηγώ, πιάνω, βρίσκω, πιάνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, κυνηγάω, κυνηγώ, πιάνω, πιάνω, αρχίζω να καταλαβαίνω, σκοτώνω, κατσαρολάκι, κουτάλα, κατσαρολάκι, καραβάνα, πάω για κυνήγι, στρατολογώ υποψηφίους, πάω για κυνήγι, τρέφομαι με κτ, κυνηγώ λαθραία, στρατολογώ, κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία, κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχια, κυνηγώ φώκιες, κυνηγάω, κυνηγώ με κουνάβια, κυνηγώ, μπουζουριάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cazo
πάω για κυνήγιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan siempre quiso cazar pero nunca tuvo tiempo, hasta ahora. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Juan iba a las montañas todos los años a cazar osos. Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los lobos cazan a sus presas en manada. Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες. |
ανιχνεύω,αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi gato caza ratones todas las noches. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo intransitivo (με πυροβόλο όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los hombres fueron a cazar al bosque aunque era ilegal. |
πιάνω(για κυνήγι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cazamos un faisán en nuestra partida de caza. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil está intentado cazar a una mujer con dinero. |
πιάνω(deporte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las obras de filosofía hay que leerlas varias veces para captarlas. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
αντιλαμβάνομαι(MX, AR, CL, coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le comenté que él había envenenado a su esposa con arsénico, pero ella no lo cachó. Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε. |
κυνηγάω, κυνηγώ(correr tras) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los perros persiguieron el conejo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El policía juró que encontraría al asesino. Ο αστυνομικός ορκίστηκε πως θα έπιανε τον δολοφόνο. |
πιάνω(animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cazador intentaba atrapar palomas. Ο κυνηγός προσπαθεί να πιάσει περιστέρια. |
αρχίζω να καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me encantaría entender algo de física. Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής. |
σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Dónde le tiraste a ese ciervo? Πού σκότωσες αυτό το ελάφι; |
κατσαρολάκι(para acampar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El vaquero cocinaba habas en un cazo sobre la fogata. |
κουτάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tina removió el guiso con el cucharón. |
κατσαρολάκι(με χερούλι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Calienta la mezcla en una cacerola por algunos minutos. Ζέστανε το μείγμα σε ένα κατσαρολάκι για μερικά λεπτά. |
καραβάνα(κάμπινγκ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάω για κυνήγιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les gusta salir a caza los fines de semana. |
στρατολογώ υποψηφίουςlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω για κυνήγιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sólo iría a de caza si me estuviera muriendo de hambre. |
τρέφομαι με κτlocución verbal Los tiburones cazan focas. Οι καρχαρίες κυνηγούν φώκιες. |
κυνηγώ λαθραίαlocución verbal Los cazadores cazaron furtivamente a una especie de elefante en peligro de extinción. Οι λαθροκυνηγοί κυνηγούσαν ένα επαπειλούμενο είδος ελέφαντα. |
στρατολογώ(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los hombres que cazaban en zona vedada ganaban suficiente dinero para pagarle al dueño de la propiedad. Οι άνδρες που κυνηγούσαν λαθραία είχαν αρκετά χρήματα να εξαγοράσουν τον ιδιοκτήτη της γης. |
κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχιαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A los niñitos les gustaba cazar ranas en el estanque. |
κυνηγώ φώκιεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me parece que cazar focas está de nuevo permitido en Canadá. Νομίζω πως ξανάρχισαν να κυνηγάνε φώκιες στον Καναδά. |
κυνηγάωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Toda su juventud cazó con trampa en los bosques del Norte. |
κυνηγώ με κουνάβιαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brian cogió su pala y se fue a cazar conejos con el hurón. |
κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Persiguieron al zorro con perros a través del bosque |
μπουζουριάζω(jerga) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía cazó a su sospechoso por la mañana temprano. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cazo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του cazo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.