Τι σημαίνει το ceder στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ceder στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ceder στο πορτογαλικά.

Η λέξη ceder στο πορτογαλικά σημαίνει εκχωρώ, παραχωρώ, υποκύπτω, παραδίδομαι, ενδίδω σε κπ, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, παραχωρώ, παραχωρώ κτ σε κπ, δίνω προτεραιότητα, ενδίδω, υποτάσσομαι, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ, αλλάζω γνώμη, υποχωρώ, υποχωρώ, ενδίδω, συμβιβάζομαι, κάνω το χατήρι, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, υποχωρώ, μου περισσεύει, υποχωρώ, υποχωρώ, καταρρέω, λυγίζω, σπάω, σπάζω, παραδίδω, ικανοποιώ, υποκύπτω, καθιζάνω, τρέμω, φοβάμαι, προσφέρω, διαλύομαι, υποχωρώ, ενδίδω, συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ, ενδίδω σε κτ, υποκίπτω σε κτ, κάνω σκληρό παζάρι, υποχωρώ, παραχωρώ, αποδέχομαι, υποκύπτω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ceder

εκχωρώ, παραχωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκύπτω, παραδίδομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήθελε τόσο πολύ να πάει, που τελικά υπέκυψα.

ενδίδω σε κπ

verbo transitivo

ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ

verbo transitivo

παραχωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραχωρώ κτ σε κπ

verbo transitivo

δίνω προτεραιότητα

(direção: dar prioridade)

Motoristas devem sempre dar prioridade quando há pedestres.
Οι οδηγοί πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα όταν υπάρχουν πεζοί τριγύρω.

ενδίδω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποτάσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ

(direção: dar prioridade)

αλλάζω γνώμη

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não há razão para tentar mudar a cabeça de Greg sobre política. Ele não vai ceder.
Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você acha que pode me obrigar a ceder só por me ameaçar com um processo?
Νομίζεις ότι μπορείς να με κάνεις να υποχωρήσω απλά απειλώντας με με μήνυση;

υποχωρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois de uma greve prolongada, o governo finalmente cedeu e concordou com todas as exigências do sindicato.
Στη συνέχεια μιας παρατεταμένης απεργίας, η κυβέρνηση τελικά υποχώρησε και συμφώνησε σε όλα τα αιτήματα των συνδικάτων.

ενδίδω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela está tentando evitar doces, mas se você tentá-la, ela vai sempre ceder.
Προσπαθεί να αποφεύγει τα γλυκά, αλλά αν τη δελεάσεις με σοκολάτα πάντα ενδίδει.

συμβιβάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Samantha sempre cedeu em seu casamento.
Η Σαμάνθα πάντα κάνει συμβιβασμούς στον γάμο της.

κάνω το χατήρι

(algo ou alguém) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ

verbo transitivo

Depois do escândalo, o prefeito cedeu à pressão e renunciou.
Μετά το τελευταίο σκάνδαλο, ο δήμαρχος υπέκυψε στις πιέσεις και παραιτήθηκε.

υποχωρώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison estava decidida a fazer como queria, então Karen cedeu no final.

μου περισσεύει

Você pode me ceder um pouco de açúcar?
Σου περισσεύει λίγη ζάχαρη;

υποχωρώ

(fazer concessão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alguém tem que ceder ou ficaremos aqui a noite toda.

υποχωρώ

(mudar de posição, objeto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta porta cede quando você se apoia nela.

καταρρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Havia tanta neve no telhado que ele cedeu.

λυγίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você podia ver a viga de aço cedendo sob o grande peso do edifício.

σπάω, σπάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles tentaram forçá-lo a contar o segredo, mas ele não cedeu.

παραδίδω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ικανοποιώ

(entregar-se) (τα αισθήματα κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκύπτω

verbo transitivo (não resistir, render-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele cedeu (or: sucumbiu) à pressão dos outros e mudou de canal.
Υπέκυψε στην πίεση των άλλων και άλλαξε κανάλι.

καθιζάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Provavelmente a terra vai ceder com o tempo.

τρέμω, φοβάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσφέρω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deveria oferecer o último doce a sua irmã.
Θα έπρεπε να προσφέρεις το τελευταίο σου γλυκό στην αδερφή σου.

διαλύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cadeira ruiu embaixo dele.

υποχωρώ, ενδίδω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apesar da evidência, ele se recusou a voltar atrás.
Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).

συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ

(formal)

O diretor finalmente cedeu às exigências dos alunos.

ενδίδω σε κτ, υποκίπτω σε κτ

(satisfazer alguma coisa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Como era uma ocasião especial, eu decidi satisfazer meu desejo por uma taça de champanhe.
Καθώς ήταν μια ειδική περίσταση, αποφάσισα να ενδώσω στην επιθυμία μου για ένα ποτήρι σαμπάνια.

κάνω σκληρό παζάρι

expressão (numa negociação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποχωρώ, παραχωρώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδέχομαι

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκύπτω σε κτ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ceder στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.