Τι σημαίνει το cerca στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cerca στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cerca στο ισπανικά.

Η λέξη cerca στο ισπανικά σημαίνει κοντά, κοντά, φράχτης, φράκτης, σχεδόν, πλησίον, σχετικά κοντινός, κοντά, κοντά, κοντά ο ένας με τον άλλο, εδώ κοντά, εδώ γύρω, εδώ τριγύρω, σε μικρή εμβέλεια, κοντά, πλησίον, πιο κοντά, περίφραξη, πρόχειρος, εύκαιρος, συντομότερα, -, περίφραξη, κάγκελο, κοντά σε, ξύλινος φράχτης, περίφραξη, απόσταση, κοντά, κοντά μου, κοντά σε, κοντά μου, πολιορκώ, περιστοιχίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, περικυκλώνω, περιφράσσω, περιφράσσω, περικλείω, περιφράζω, περιφράσσω, περιφράσσω, περικλείω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω, πλαισιώνω, περιορίζω, ελέγχω, κλείνω κτ κάπου, σχεδόν, κοντά σε, κοντά σε, δίπλα σε, ένα βήμα πριν, κοντά σε, περί, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιέστερος, κοντινότερος, κοντά και μακριά, αρκετά κοντά σε σχέση με, αρκετά κοντινός, πολύ κοντά στην αλήθεια, κοντά, εξ επαφής, κατά προσέγγιση, περίπου, πριν το τέλος, από κοντά, κοντά σε κτ, στο όριο, περίπου, σε απόσταση αναπνοής από κτ, στα πρόθυρα, σχεδόν, παραγώνι, συρμάτινος φράχτης, φράχτης, ατμόσφαιρα εδάφους, γυαλιά ανάγνωσης, στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά, όχι πιο κοντά από, μακριά από, που απέχει πολύ από, κοντά σε κτ, μένω κοντά σε κπ/κτ, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, περνάω δίπλα από, περνώ δίπλα από, κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά, έχω κπ/κτ κοντά μου, εξετάζω προσεκτικά, πλησιέστερος, δίπλα στο τζάκι, αρκετά κοντά έτσι ώστε, σε απόσταση αναπνοής από κτ, διόλου, καθόλου, πλησιάζω, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξ επαφής, ζώο του εδάφους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cerca

κοντά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La biblioteca queda cerca: no tardaremos en llegar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μας έκανε νόημα να έρθουμε κοντά.

κοντά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siempre que Ricardo viajaba cerca por negocios visitaba a su familia.
Κάθε φορά που ο Ρίτσαρντ ταξίδευε στη γύρω περιοχή για δουλειά επισκεπτόταν την οικογένειά του.

φράχτης, φράκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Josh construyó una cerca alrededor de su jardín.
Ο Τζος έχτισε έναν φράχτη γύρω από τον κήπο του.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Son cerca de las nueve.
Κοντεύει εννιά η ώρα.

πλησίον

(καθαρεύουσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Arrepentíos, pecadores! ¡El fin del mundo está cerca!
Μετανοείτε, αμαρτωλοί! - το τέλος του κόσμου πλησιάζει.

σχετικά κοντινός

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cine está cerca, está a dos cuadras de aquí.

κοντά

adverbio (a corta distancia)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mantén el teléfono cerca por si él te llama.
Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!

κοντά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοντά ο ένας με τον άλλο

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La gente que trabaja en los submarinos aprende a vivir cerca de los demás.
Όσοι εργάζονται σε υποβρύχια μαθαίνουν να ζουν κοντά ο ένας με τον άλλο.

εδώ κοντά, εδώ γύρω, εδώ τριγύρω

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Puedes decirme si hay una farmacia cerca?

σε μικρή εμβέλεια

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es algo que conviene tener cerca porque más de una vez te saca de apuro.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ten cuidado, los botones de editar y de borrar están peligrosamente cerca.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

πλησίον

(καθαρεύουσα: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estábamos cada vez más cerca del nacimiento del Nilo.

πιο κοντά

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

περίφραξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una cerca de cuarenta pies ocultaba la parte delantera de la propiedad.
Σαράντα πόδια περίφραξης έκρυβαν το μπροστινό μέρος του κτήματος από τα βλέμματα.

πρόχειρος, εύκαιρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Felipe siempre mantenía cerca su teléfono por si llamaba su esposa.
Ο Φιλ είχε πάντα κοντά το τηλέφωνό του σε περίπτωση που θα έπαιρνε η γυναίκα του.

συντομότερα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

-

adverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La flecha cayó cerca.
Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο.

περίφραξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alison pidió una cerca de madera para cerrar su jardín.

κάγκελο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Holly puso una cerca en el cuarto de estar para mantener a salvo a su niñita mientras ella intentaba limpiar.

κοντά σε

El restaurante queda cerca de la carretera.

ξύλινος φράχτης

περίφραξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él construyó un borde para el jardín.

απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicago está a una larga distancia de aquí.
Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ.

κοντά

(μεταφορικά: στο χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las uvas están madurando: la cosecha está a la vuelta de la esquina.

κοντά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En temporada de gripe, ten una caja de pañuelos de papel a mano.

κοντά σε

(coloquial)

No creo que estemos ni cerca de la capital.

κοντά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre tiene la pipa y el tabaco a mano.

πολιορκώ, περιστοιχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las tropas enemigas cercaron el castillo.

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cercaron la calle principal para que la comitiva del presidente pudiera pasar de modo seguro.

περικυκλώνω, περιφράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιφράσσω, περικλείω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Utilizó ladrillos para cercar el jardín.
Χρησιμοποίησε τούβλα για να περιφράξει τον κήπο. Τον αστέρα του κινηματογράφου τον περιέκλεισαν οι σωματοφύλακες από όλες τις μεριές.

περιφράζω, περιφράσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιφράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περικλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una alta pared de piedra rodeaba el jardín.

περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El público circundó al popular grupo de rock.

πλαισιώνω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quisiera bordear el huerto con hileras de narcisos.
Θα ήθελα να πλαισιώσω τον οπωρώνα με σειρές από ασφόδελους.

περιορίζω, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos de los manifestantes fueron acorralados por la policía.

κλείνω κτ κάπου

verbo transitivo (animales)

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hace casi cinco años que no veo a mi amigo.

κοντά σε

Encontró una moneda cerca de su pie.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα.

κοντά σε, δίπλα σε

adverbio

Coge la bicicleta que está cerca de ti.
Πάρε το ποδήλατο κοντά σου.

ένα βήμα πριν

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba al borde de la histeria cunado por fin llegamos allí.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν στα πρόθυρα της υστερίας όταν επιτέλους φτάσαμε.

κοντά σε

Marcaron un tanto cerca del final del juego.
Πέτυχαν πόντο προς το τέλος του αγώνα.

περί

(λόγιος)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Los colonos vinieron hacia el 1700.

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

(figurado, adivinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eso último que has dicho está caliente.

πλησιέστερος, κοντινότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Dónde está la farmacia más cercana?
Που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;

κοντά και μακριά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Enfocar la cámara puede ser un problema en tomas donde hay objetos cerca y lejos.

αρκετά κοντά σε σχέση με

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En el recital estaba lo suficientemente cerca para observar todos los movimientos del cantante.

αρκετά κοντινός

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ κοντά στην αλήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los dos bailaron de cerca toda la noche.
Οι δυο τους χόρευαν κολλητά όλη νύχτα.

εξ επαφής

locución adverbial (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A pesar de los controles el asesino pudo entrar una pistola a la conferencia de prensa y disparó al presidente de cerca.

κατά προσέγγιση, περίπου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerca del final del primer capítulo, ya había descubierto la solución al misterio.
Πριν το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, μπορούσα να μαντέψω τη λύση του μυστηρίου. Είμαι συνήθως εξαντλημένος πριν το τέλος της μέρας.

από κοντά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Necesito verte de cerca, que mis ojos ya no son los de antaño.

κοντά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de años de estudio, finalmente estoy cerca de graduarme.

στο όριο

locución preposicional (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos cerca de una nueva era en los medios de comunicación.

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε απόσταση αναπνοής από κτ

στα πρόθυρα

locución preposicional

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Estaba cerca de irse cuando él finalmente apareció.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραγώνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συρμάτινος φράχτης

(ES)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las canchas de tenis privadas suelen estar rodeadas de vallas metálicas.

φράχτης

(de estacas puntiagudas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El jardín estaba rodeado por una cerca de madera.

ατμόσφαιρα εδάφους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυαλιά ανάγνωσης

(AR)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Supo que se estaba haciendo viejo cuando tuvo que comprar anteojos para leer las letras pequeñas.
Ήξερε ότι μεγάλωνε όταν χρειάστηκε να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης για να βλέπει τα μικρά γράμματα.

στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me gustaría vivir en el área de un estadio de fútbol.

όχι πιο κοντά από

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He estado tratando de hacer este crucigrama por una hora, y ni siquiera estoy cerca de terminarlo. La administración ni siquiera está cerca de una solución.

μακριά από, που απέχει πολύ από

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El banco no está nada cerca de la biblioteca.
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

κοντά σε κτ

La panadería está cerca del almacén.

μένω κοντά σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mantente cerca de mí cuando estemos en el concierto. ¡No quiero que te pierdas!

ρίχνω μια προσεκτική ματιά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό.

περνάω δίπλα από, περνώ δίπλα από

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά

Como sabían que pronto tendrían que separarse, los amantes se aferraron el uno al otro.
Ξέροντας πως σε λίγο θα έπρεπε να χωρίσουν οι εραστές κρατούσαν σφικτά ο ένας τον άλλο.

έχω κπ/κτ κοντά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire decidió trabajar desde casa para tener cerca a sus hijos.

εξετάζω προσεκτικά

locución verbal

El agente examinó muy de cerca la evidencia.

πλησιέστερος

(αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Redondea hasta el número entero más cercano.
Στρογγυλέψτε στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

δίπλα στο τζάκι

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αρκετά κοντά έτσι ώστε

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estuve lo bastante cerca como para caerme.

σε απόσταση αναπνοής από κτ

διόλου, καθόλου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu descripción no es de ningún modo acertada.
Η περιγραφή σου δεν είναι καθόλου ακριβής.

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι

(vehículo) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No conduzcas demasiado pegado al vehículo de delante, ¡es peligroso!

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

εξ επαφής

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζώο του εδάφους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cerca στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cerca

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.