Τι σημαίνει το chemin στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chemin στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chemin στο Γαλλικά.

Η λέξη chemin στο Γαλλικά σημαίνει δρόμος, κατεύθυνση, οδός, δρόμος, μονοπάτι, μονοπάτι, μονοπάτι, δρομάκι, μονοπάτι, πορεία, ρότα, δρόμος, μονοπάτι, μονοπάτι, σοκάκι, δρομάκι, μονοπάτι, δρόμος, δρόμος, απόσταση, δρόμος, παρασύρω, παρεισφρέω σε κτ, μεγάλη απόσταση, οδηγίες, που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι, στη μέση της διαδρομής, στα μισά του δρόμου, στα μισά, στο μέσον, στην άκρη, καθ'οδόν, σε όλη την διαδρομή, στο σωστό δρόμο, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, ευυπόληπτα, σιδηρόδρομος, παρόχθιο μονοπάτι, παράδρομος, ληστής, που επιστρέφει, μονοπάτι, ληστεία τρένου, χωματόδρομος, δρόμος με χαλίκι, βόλτα στην εξοχή, σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή, απότομο/απόκρημνο μονοπάτι, σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές, παράκαμψη, μικρή λάμπα που φωτίζει μονοπάτι, λαμπίτσα που φωτίζει μονοπάτι, διάβαση πεζών, στενά, ναύλωση σιδηροδρόμου, περιθώριο βελτίωσης, στάση της Οδού του Μαρτυρίου, τραβέρσα, ο δρόμος της αρετής, υπόγειο σύστημα διαφυγής σκλάβων, μονοπάτι για πεζοπορία, ένοπλη ληστής, μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης, καθ' οδόν για, με κατεύθυνση,με προορισμό, ανοίγω προσεκτικά δρόμο, ελίσσομαι, περνάω σπρώχνοντας από κτ, δείχνω το δρόμο, ανοίγω δρόμο, είμαι καθ' οδόν, καθοδηγώ, γυρίζω πίσω, δίνω οδηγίες, μέσος, ολόκληρη την απόσταση, σιδηρόδρομος, περιπλανώμενος ληστής, αγροτική οδός, καθ' οδόν για κτ, καθ' οδόν προς κτ, δείχνω το δρόμο, παρεκκλίνω, τρυπώνω, προχωρώ αργά και σταθερά, δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής, στο δρόμο προς, πεπατημένη, σιδηροδρομική εταιρία, διέρχομαι, κόπος, υποτείνουσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chemin

δρόμος

(figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tous les chemins mènent à Rome.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δρόμος προς την επιτυχία έχει πολλές λακκούβες.

κατεύθυνση

(itinéraire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel chemin as-tu pris ?
Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί;

οδός

(adresse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La rue où je vis s'appelle chemin d'Artren.
Ο δρόμος στον οποίο μένω λέγεται οδός Άρτρεν.

δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y a un chemin qui traverse les montagnes à dix kilomètres au sud d'ici.
Υπάρχει ένας δρόμος μέσα από τα βουνά δέκα χιλιόμετρα νότια από εδώ.

μονοπάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suis le chemin à travers les bois.

μονοπάτι

(bois, forêt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce sentier qui traverse les bois est quelquefois boueux.
Το μονοπάτι μέσα από το δάσος έχει λάσπες μερικές φορές.

μονοπάτι, δρομάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a beaucoup de chemins qui relient le parking au centre commercial.
Υπάρχει ένα δρομάκι που συνδέει το πάρκινγκ με το εμπορικό κέντρο.

μονοπάτι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le chemin tortueux relie les jardins à la rivière.
Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα στους κήπους και καταλήγει στο ποτάμι.

πορεία, ρότα

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est difficile de savoir quel chemin choisir dans la vie.
Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή.

δρόμος

nom masculin (route étroite)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tu verras des roses un petit peu plus loin sur le chemin.

μονοπάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Υπάρχει ένα μονοπάτι που οδηγεί από την πύλη στην εξώπορτα.

μονοπάτι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σοκάκι, δρομάκι

(en ville)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η Έριν οδήγησε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι.

μονοπάτι

(du progrès,...) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu n'as pas à suivre la même voie toute ta vie.

δρόμος

(itinéraire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
N'emprunte pas la mauvaise route ou tu seras perdu.

δρόμος

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle est en route vers le bonheur.

απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicago, c'est loin d'ici.
Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ.

δρόμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je ne connais pas le chemin pour aller à la pharmacie.
Δεν γνωρίζω τον δρόμο για το φαρμακείο.

παρασύρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρεισφρέω σε κτ

(figuré) (μεταφορικά)

Un ton pessimiste s'est insinué dans ces récents romans.

μεγάλη απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu veux que je porte ça jusqu'à la maison ?

οδηγίες

(très précis, écrit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Θα μπορούσες να μου δώσεις οδηγίες για τον σταθμό σε παρακαλώ;

που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après douze mois en mer, Connor était de nouveau sur le chemin du retour.

στη μέση της διαδρομής

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nous avons fait demi-tour à mi-chemin à cause de la neige.
Γυρίσαμε πίσω στα μισά του δρόμου εξαιτίας του χιονιού.

στα μισά του δρόμου

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στα μισά, στο μέσον

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σταμάτησα να διαβάζω το βιβλίο περίπου στα μισά του δρόμου για το σπίτι.

στην άκρη

(position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hé ! Pousse-toi ! Je ne vois pas la télé !

καθ'οδόν

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je te les livrerai sur le chemin, d'accord ?

σε όλη την διαδρομή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous avons dû l'écouter ronfler pendant tout le chemin jusqu'à Rome.

στο σωστό δρόμο

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brad a eu une bonne note à l'examen, mais il a encore beaucoup de chemin à parcourir pour réussir le cours.

ευυπόληπτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Matt ne s'est jamais écarté du droit chemin dans sa vie. Il n'a même jamais eu le moindre PV de stationnement !

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les voies ferrées du pays étaient en mauvais état.
Οι σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση.

παρόχθιο μονοπάτι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παράδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ληστής

nom masculin (Histoire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που επιστρέφει

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονοπάτι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ληστεία τρένου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le carjacking est l'équivalent moderne du vol de grand chemin.

χωματόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La grand-rue est pavée mais les autres rues sont juste des chemins de terre.
Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι.

δρόμος με χαλίκι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βόλτα στην εξοχή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική γραμμή

nom masculin (transports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Port Marie est desservie par 16 lignes de chemin de fer.

σιδηροδρομική γραμμή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le chemin le plus court (or: le plus direct) pour rentrer est de prendre par la montagne.

απότομο/απόκρημνο μονοπάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παράκαμψη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρή λάμπα που φωτίζει μονοπάτι, λαμπίτσα που φωτίζει μονοπάτι

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάβαση πεζών

(συνήθως σε γέφυρα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στενά

nom masculin (στην πόλη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλησα να κόψω δρόμο, αλλά μπλέχτηκα στους χωραφόδρομους και τελικά έκανα μια ώρα να φτάσω σπίτι μου.

ναύλωση σιδηροδρόμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιθώριο βελτίωσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στάση της Οδού του Μαρτυρίου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τραβέρσα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο δρόμος της αρετής

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπόγειο σύστημα διαφυγής σκλάβων

nom masculin (Histoire américaine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μονοπάτι για πεζοπορία

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένοπλη ληστής

nom masculin (Histoire : femme)

μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le seul moyen d'accès à la ferme est un chemin de terre.

καθ' οδόν για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous étions en route pour Manchester quand nous avons entendu la nouvelle à la radio.

με κατεύθυνση,με προορισμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sommes-nous bien sur la route de Rome (or: qui mène à Rome ?)

ανοίγω προσεκτικά δρόμο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les survivants se sont frayé un chemin à travers les décombres.

ελίσσομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On s'est frayé un chemin à travers la foule.

περνάω σπρώχνοντας από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω το δρόμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu n'as pas besoin de me donner une carte routière, montre-moi juste le chemin.

ανοίγω δρόμο

locution verbale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont enlevé la vieille noyeraie pour dégager le passage pour faire une rocade.

είμαι καθ' οδόν

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθοδηγώ

verbe intransitif (δίνω οδηγίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je conduis et tu nous guides.
Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ.

γυρίζω πίσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'alpiniste était épuisé mais il refusait de faire demi-tour.
Ο ορειβάτης είχε εξαντληθεί αλλά αρνήθηκε να γυρίσει πίσω.

δίνω οδηγίες

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils indiquent le chemin aux touristes qui cherchent le mausolée.

μέσος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous sommes à mi-chemin de la somme de dons escomptée.

ολόκληρη την απόσταση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a dansé et chanté durant tout le chemin jusqu'à l'école.

σιδηρόδρομος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les chemins de fer ont ouvert l'ouest au commerce et aux colonies.
Ο σιδηρόδρομος έκανε τις δυτικές περιοχές προσβάσιμες για αποικισμό και εμπόριο.

περιπλανώμενος ληστής

nom masculin

αγροτική οδός

nom masculin

καθ' οδόν για κτ, καθ' οδόν προς κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω το δρόμο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρεκκλίνω

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marcia est devenue conseillère d'orientation pour aider les adolescents qui s'écartent du droit chemin.

τρυπώνω

locution verbale (figuré : idée) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Même s'il n'en parlait pas, l'idée faisait petit à petit son chemin dans son esprit.

προχωρώ αργά και σταθερά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je dois retourner à l'hôtel. Quelqu'un pourrait-il m'indiquer le chemin du retour ?

στο δρόμο προς

locution adverbiale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Manger moins et me dépenser plus m'a mis sur la voie de la perte de poids.

πεπατημένη

nom masculin (συνήθης τρόπος ενέργειας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική εταιρία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διέρχομαι

verbe pronominal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les blaireaux se frayent un chemin sous terre avec leurs griffes.
Οι ασβοί περνάνε μέσα από το χώμα με τα νύχια τους.

κόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cela vaut-il le coup de se donner du mal à faire une demande de permis ?
Αξίζει πράγματι τον κόπο να υποβάλλει κανείς αίτηση για άδεια;

υποτείνουσα

(καθομ: σύντομος δρόμος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chemin στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του chemin

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.