Τι σημαίνει το chéri στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chéri στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chéri στο Γαλλικά.

Η λέξη chéri στο Γαλλικά σημαίνει αγάπη μου, αγαπημένος, φίλος, αγαπημένος, αγαπημένος, πολυαγαπημένος, αγαπημένος, λατρεμένος, αγαπούλα, αγαπημένος, αγάπη μου, ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι, αγόρι μου, κορίτσι μου, μωρό, μωράκι, μωρό, μωράκι, γλυκός, γλυκέ μου, γλύκα, γλυκέ μου, γλυκιά μου, εντελώς, τελείως, κοπελιά, φίλος, αγάπη, αγάπη μου, λατρεύω, λατρεύω, λατρεύω, δίνω μεγάλη αξία σε κτ, θεωρώ κτ πολύτιμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chéri

αγάπη μου

nom masculin (terme affectueux) (προσφώνηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Chéri, fais-moi un café et viens me masser le dos.
Αγάπη μου, φτιάξε μου, σε παρακαλώ, έναν καφέ και κάνε μου λίγο μασάζ.

αγαπημένος

adjectif (aimé)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La fillette était heureuse de revoir son petit chien chéri (or: adoré).

φίλος

(familier) (μτφ: ερωτικός σύντροφος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie et son copain sortent ensemble depuis deux ans.
Η Τζούλι και ο σύντροφός της βγαίνουν εδώ και δύο χρόνια.

αγαπημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Oui, mon frère chéri.
Ναι, αγαπημένε (or: αγαπητέ) μου αδερφέ.

αγαπημένος, πολυαγαπημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Son chat adoré lui manquait quand elle était à l'étranger.
Της έλειπε η αγαπημένη της γάτα πάρα πολύ όσο ήταν στο εξωτερικό.

αγαπημένος, λατρεμένος

(personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Notre grand-mère chérie (or : adorée) nous a quitté il y a un an.
Η αγαπημένη (or: λατρεμένη) μας γιαγιά έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από έναν χρόνο.

αγαπούλα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγαπημένος

(familier) (σύντροφος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Donne une rose à ta chérie.
Πρόσφερε στην καλή σου ένα τριαντάφυλλο.

αγάπη μου

(familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Chéri, tu peux m'attraper cette boîte, s'il te plaît ?
Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου;

ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon chéri m'a embrassée avant d'aller se coucher pour la nuit.

αγόρι μου, κορίτσι μου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μωρό, μωράκι

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chéri, tu peux poster cette lettre demain ?

μωρό, μωράκι

(familier) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Après la soirée, j'ai marché avec ma chérie sur la plage.
Μετά τον χορό, το μωρό μου και εγώ περπατήσαμε στην άμμο.

γλυκός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joyeux anniversaire à ma maman chérie (or: adorée) !

γλυκέ μου

(familier) (άντρας, αγόρι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alors, chéri, comment ça va ?

γλύκα

(familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qu'est-ce qui ne va pas, chérie (or: mon cœur) ?

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Toi et tes petites habitudes, vous me rendrez folle !

κοπελιά

(familier : à son amoureux, enfant) (για γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλος

(familier : petit copain)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grace, tu as un mec (or: chéri) ?

αγάπη, αγάπη μου

(familier : à son amoureux, enfant)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu peux me passer la télécommande, mon cœur ?
Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nick chérit la montre de poche qu'il a reçue de son grand-père.
Ο Νικ λατρεύει το ρολόι τσέπης που του δώρισε ο παππούς του.

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pasteur chérit son épouse.
Ο πάστορας υπεραγαπούσε τη σύζυγό του.

λατρεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam chérit (or: aime) Charlotte alors il l'a demandée en mariage.
Ο Άνταμ υπέραγαπα την Σάρλοτ και για αυτό της ζήτησε να τον παντρευτεί.

δίνω μεγάλη αξία σε κτ, θεωρώ κτ πολύτιμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je garderai précieusement cette lettre en souvenir de toi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ενώ ήταν άρρωστη, η Έλεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τις επισκέψεις των φίλων της επειδή έκαναν πιο ευχάριστη την ημέρα της.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chéri στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.