Τι σημαίνει το chocar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chocar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chocar στο πορτογαλικά.

Η λέξη chocar στο πορτογαλικά σημαίνει συγκλονίζω, σοκάρω, κλωσάω, κλωσώ, σοκάρω, σκανδαλίζω, κλωσσάω, κλωσσώ, κλωσσάω, κλωσσώ, αφήνω σύξυλο, αφήνω ξερό, επωάζομαι, συγκρούομαι, είμαι αντίθετος, είμαι αντίθετος με κτ, κάνω αντίθεση, χτυπάω, χτυπώ, βαράω, καταρρακώνω, συγκλονίζω, συνταράσσω, σοκάρω, αφήνω κπ μαλάκα, εκκόλαψη, ορμώ, χιμάω, εισβάλλω, σπρώχνω, κλονίζομαι, συγκρούομαι, εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, συγκρούομαι, συγκρούομαι, πέφτω πάνω σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chocar

συγκλονίζω

verbo transitivo (emocional) (προκαλώ ταραχή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A notícia da morte do pai dela chocou-a.
Τα νέα για τον θάνατο του πατέρα της την σόκαραν (or: σοκάρισαν).

σοκάρω

(causar escândalo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλωσάω, κλωσώ

verbo transitivo (ovos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A galinha não comia muito quando estava chocando seus ovos.

σοκάρω, σκανδαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando o senador tirou suas calças, escandalizou todo o legislativo.
Όταν ο γερουσιαστής έβγαλε το παντελόνι του, σόκαρε ολόκληρο το νομοθετικό σώμα.

κλωσσάω, κλωσσώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa espécie choca seus ovos por três semanas.
Αυτό το είδος κλωσσά τα αυγά του μέχρι τρεις εβδομάδες.

κλωσσάω, κλωσσώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os gansos já estão chocando este ano.
Οι χήνες ήδη κλωσσούν αυτή τη χρονιά.

αφήνω σύξυλο, αφήνω ξερό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επωάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συγκρούομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι αντίθετος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι αντίθετος με κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κάνω αντίθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As cores se chocavam terrivelmente.

χτυπάω, χτυπώ, βαράω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταρρακώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy ficou chocada com a revelação do pai de que ele não era seu pai biológico. O choque seria suficiente para destruir os nervos de praticamente qualquer um.

συγκλονίζω, συνταράσσω, σοκάρω

(figurado) (κάτι κακό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As notícias atordoaram Rachel.

αφήνω κπ μαλάκα

verbo transitivo (αργκό, υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκκόλαψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορμώ, χιμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισβάλλω, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu estava parado no ponto de ônibus quando um idiota chocou-se contra mim e me derrubou no chão.
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

κλονίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Imogen abalara-se com a notícia do fracasso da empresa.
Η Ίμοτζεν κλονίστηκε όταν έμαθε για τη χρεοκοπία της εταιρείας.

συγκρούομαι

verbo pronominal/reflexivo (colidir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os carros em alta velocidade se chocaram em uma batida barulhenta.
Τα δυο αυτοκίνητα που έτρεχαν, συναντήθηκαν σε μια ηχηρή σύγκρουση.

εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε

(direta e forçosamente em)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dois carros colidiram um com o outro hoje de manhã. De acordo com o relatório, o ônibus colidiu com um muro a alta velocidade.
Δυο αμάξια έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο σήμερα το πρωί.

συγκρούομαι

(με κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O Titanic chocou-se com o iceberg.
Ο Τιτανικός συγκρούστηκε με το παγόβουνο.

συγκρούομαι

(figurado: ideias) (μεταφορικά: με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As ideias radicais dele chocaram-se com as dos outros.
Οι ριζοσπαστικές ιδέες του έρχονταν σε σύγκρουση με τις δικές τους.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Walter deixou de olhar para onde estava indo e se chocou contra a parede.
Ο Γουόλτερ ξέχασε να δει που πήγαινε και έπεσε πάνω σε έναν τοίχο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chocar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.