Τι σημαίνει το como στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης como στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του como στο πορτογαλικά.
Η λέξη como στο πορτογαλικά σημαίνει πώς, ως, πώς, όπως, καθώς, πώς, ό,τι, όπως, ως, ως, πώς, όπως, σαν, όπως, πώς, πόσο, με την ιδιότητα του, όπως για παράδειγμα, παρόμοια με, σαν, όπως, σαν, όμοιος, παρόμοιος, Κόμο, σαν, πώς, συγγνώμη, γνωστός και ως, και, αν και, που θεωρείται δεδομένος, απεγνωσμένα, απελπισμένα, πως είπατε;, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, μιλάω ακατάπαυστα, διορίζω, σεληνιακός, διορίζω, λαμπερός, αστραφτερός, ακολουθώ, μελωδικός, μουσικός, αγαπησιάρης, κάνω αναπληρώσεις, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, πώς και...;, έτσι έχουν τα πράγματα, ψαρήσιος, ονειρικός, ονειρεμένος, γερακίσιος, σε στυλ τζαζ, βαρύς, άχαρος, χερουβικός, αγγελικός, σαν χαρτί, πανεύκολος, ελεύθερο πουλί, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, πανεύκολος, όπως θα έπρεπε να είναι, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, πονηρός σαν αλεπού, σε αρμονία, μαύρος σαν κατράμι, ευδιόρατος, καθάριος, παγωμένος, παγερός, σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος, γλυκός σαν μέλι, άσπρος σαν πανί, άσπρος σαν το χιόνι, απόλυτα ασφαλής, τούβλο, σατανικός, πλάκα, αχώριστοι, κολλητοί, ιπποτικός, σαν γουρούνι, πεισματάρης, οδοντωτός, πριονωτός, πολύ κοφτερός, σαν γατάκι, βατραχοειδής, σπιτικός, σπιτίσιος, σαν στρατιώτης, εναλλακτικά, γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά, ως έχει, ως συνήθως, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, σε κάθε περίπτωση, σε απάντηση, ως απάντηση, σαν άντρας, σαν βολίδα, σαν αστραπή, σαν καινούργιο, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, ο,τι και να γίνει, ως συνήθως, επιπροσθέτως, επιπλέον, φιλικά, όπως ήταν αναμενόμενο, σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει, όπως έχουν τα πράγματα, σαν ένα, μαζί, ομόφωνα, όπως είχε υποσχεθεί, όπως λέει ο σοφός λαός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης como
πώςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Viste como ele olhou para mim? Είδες πώς με κοίταξε; |
ωςconjunção Vejo Fernando Pessoa como o fundador da poesia portuguesa moderna. |
πώςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sabes como consertar esta TV? Ξέρεις πώς να φτιάξεις την τηλεόραση; |
όπως, καθώςconjunção (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como prometido, aqui estão os livros sobre Shakespeare. Όπως υποσχέθηκα, να τα βιβλία για τον Σέξπιρ. |
πώςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como estás? Πώς είσαι; |
ό,τιconjunção (αυτό που) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Faça como eu digo, não como eu faço. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Φτιάξε το κουτί όπως σου έδειξα. |
όπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela fala como o irmão dela. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μιλάει σαν τον αδερφό της. |
ωςconjunção (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Steve, Julie e eu funcionamos bem como equipe. Ο Στιβ, η Τζούλι κι εγώ δουλεύουμε καλά ως ομάδα. |
ως
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Como professora numa área carente, Jenna tinha trabalhado com muitos jovens problemáticos. Όντας δασκάλα σε υποβαθμισμένη περιοχή, η Τζένα είχε δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα. |
πώςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Não sei como entender os comentários dela. |
όπωςconjunção (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estava quente de novo hoje, como o verão deve ser. Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι. |
σανconjunção (intensificador) Ele corria como um louco. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έτρεχε σαν τρελός. |
όπωςconjunção (tal como) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Então, você quer um novo desafio; como o quê? Visitei muitos monumentos famosos na minha viagem à França, como a Torre Eiffel. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι; |
πώςconjunção (caráter) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como ele é? Ele pode ser confiável? Πώς είναι; Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε; |
πόσο(literário) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quão forte você gosta do seu café? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πόσο δυνατό θέλεις τον καφέ σου; |
με την ιδιότητα του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο γιατρός, ως ειδικός, είναι το καταλληλότερο άτομο για να σε συμβουλεύσει για την πορεία της θεραπείας. |
όπως για παράδειγμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele tem muitas boas qualidades, como inteligência e perspicácia. Έχει πολλά καλά προσόντα όπως για παράδειγμα εξυπνάδα και πνεύμα. |
παρόμοια με, σαν, όπωςconjunção (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todos os meninos querem conhecer uma menina como ela. Όλα τα αγόρια θέλουν να γνωρίσουν μια τέτοια κοπέλα. |
όμοιος, παρόμοιοςconjunção (με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Calçar esses sapatos novos é como andar em nuvens. Το να φοράς αυτά τα καινούρια παπούτσια είναι λες και περπατάς σε ένα σύννεφο. |
Κόμοsubstantivo próprio (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
σαν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era um capacete, como os que os jogadores de futebol americano usam. Ήταν ένα κράνος σαν αυτό που φοράνε οι παίκτες του ράγκμπι. |
πώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como você nos encontrou? Πώς στο καλό μας βρήκες; |
συγγνώμηinterjeição (por favor, repita) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Como? Eu não te ouvi. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε την ερώτησή σας παρακαλώ; |
γνωστός και ως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Τσαρλς Ε. Μπόουλς, επίσης γνωστός και ως Μπλακ Μπαρτ, λήστεψε 30 ταχυδρομικές άμαξες πριν συλληφθεί. |
και
Nosso vizinho trouxe bolo, além de vinho para todos. Ο γείτονάς μας έφερε κέικ καθώς και χυμό για όλους. |
αν και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mesmo cansada como eu estava, continuei trabalhando até o sol nascer. Αν και ήμουν κουρασμένος, συνέχισα να δουλεύω μέχρι την αναταολή του ήλιου. |
που θεωρείται δεδομένος(subvalorizado, não considerado especial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απεγνωσμένα, απελπισμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πως είπατε;interjeição (o que disse?) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μιλάω ακατάπαυστα(falar incessantemente) |
διορίζω(κάποιον ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O conselho de diretores nomeou Mark como chefe do comitê de planejamento de festa. Το διοικητικό συμβούλιο διόρισε τον Μαρκ ως τον επικεφαλής της επιτροπής για το σχεδιασμό των πάρτυ. |
σεληνιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διορίζω(κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O Presidente nomeou Jim como seu chefe de gabinete. Ο Πρόεδρος διόρισε τον Τζιμ υπεύθυνο του πολιτικού του γραφείου. |
λαμπερός, αστραφτερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακολουθώ(adaptar conforme um modelo) (μόδα, ρεύμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este design foi modelado a partir das últimas novidades de moda em Paris. Αυτό το σχέδιο ακολουθεί την τελευταία μόδα στο Παρίσι. |
μελωδικός, μουσικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγαπησιάρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάνω αναπληρώσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não trabalho em tempo integral, mas substituo durante o período de férias. |
ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι(aumentar rapidamente) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Novos edifícios espalharam-se rapidamente pela cidade nos últimos anos. |
πώς και...;interjeição (pedir explicação) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Πώς και είναι μαύρα όλα τα καπέλα σου; |
έτσι έχουν τα πράγματαexpressão (realidade da vida) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψαρήσιος(γεύση, σχήμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ονειρικός, ονειρεμένοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γερακίσιοςlocução adjetiva (σαν γεράκι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε στυλ τζαζ(música) (μουσική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαρύς, άχαρος(que se move pesada e desajeitadamente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χερουβικός, αγγελικός(figurado: inocente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαν χαρτί(λεπτός, αδύναμος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πανεύκολος(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελεύθερο πουλί(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ(informal: óbvio) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι. |
πανεύκολος(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όπως θα έπρεπε να είναιlocução adverbial (o estado apropriado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ela completou a sua inspeção e concluiu que estava tudo como deve ser. |
όπως θα έπρεπε να είναι η κατάστασηlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πονηρός σαν αλεπούlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε αρμονίαlocução adjetiva (de acordo com) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαύρος σαν κατράμιlocução adjetiva (μεταφορικά) Estava escuro como a noite dentro da caverna. |
ευδιόρατος, καθάριοςlocução adjetiva (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παγωμένος, παγερόςlocução adjetiva (muito frio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλοςexpressão (duro, rígido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκός σαν μέλι(muito doce) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσπρος σαν πανί(pálido: por um choque, susto, etc.) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άσπρος σαν το χιόνιadjetivo (extremamente branco) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απόλυτα ασφαλήςlocução adjetiva |
τούβλο(μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
σατανικός(feio, desagradável) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πλάκαexpressão (καθομ: επίπεδος) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
αχώριστοι, κολλητοίexpressão (amigos muito próximos) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιπποτικόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαν γουρούνιlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πεισματάρης(figurado, pejorativo: teimoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οδοντωτός, πριονωτόςexpressão (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ κοφτερόςexpressão (lâmina, etc: perigosamente afiado) |
σαν γατάκιlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βατραχοειδήςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπιτικός, σπιτίσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαν στρατιώτηςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εναλλακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alguns alunos precisam melhorar, mas a turma como um todo está muito boa. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μερικοί παίκτες δεν είναι πολύ καλοί, αλλά η ομάδα στο σύνολό της έχει καλές επιδόσεις. |
ως έχει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως συνήθως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jane andava pela rua como de costume, sem saber que algo estava prestes a mudar sua vida. Η Τζέιν περπατούσε στον δρόμο ως συνήθως, μη γνωρίζοντας ότι κάτι επρόκειτο να αλλάξει τη ζωή της για πάντα. |
όπως επιθυμείς, όπως θέλεις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε απάντηση, ως απάντησηadvérbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαν άντρας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σαν βολίδα, σαν αστραπήlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O velocista correu como um raio. |
σαν καινούργιο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που δε μοιάζει με τίποτε άλλοlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο,τι και να γίνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Precisamos conseguir aquele dinheiro, seja como for! Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει! |
ως συνήθωςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιπροσθέτως, επιπλέονlocução adverbial (em adição) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
φιλικάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως ήταν αναμενόμενοlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πειlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως έχουν τα πράγματαlocução adverbial (o jeito em que está a situação) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como está, teremos sorte de chegar antes de escurecer. Όπως έχουν τα πράγματα, θα είμαστε τυχεροί αν φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει! |
σαν ένα, μαζί, ομόφωναlocução adverbial (junto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως είχε υποσχεθείlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως λέει ο σοφός λαός
|
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του como στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του como
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.