Τι σημαίνει το compensar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης compensar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του compensar στο πορτογαλικά.

Η λέξη compensar στο πορτογαλικά σημαίνει επανορθώνω για κτ, επανορθώνω, αντισταθμίζω, εξισορροπώ, επανορθώνω, αντισταθμίζω, εξισορροπώ, αποζημιώνω, αντισταθμίζω κτ με κτ, εξισορροπώ κτ με κτ, αντισταθμίζω, αποζημιώνω κπ για κτ, διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ, αποζημιώνω, αποζημιώνω, αναπληρώνω, βγαίνει σε καλό, εγκρίνομαι, εγκρίνω, αποκαθιστώ, επανορθώνω, αντισταθμίζω, αντισταθμίζω κτ κάνοντας κτ, αποδίδω, ωφελώ, αναπληρώνω το χαμένο χρόνο, υπερπροσπαθώ, επανορθώνω για κτ, σε αντάλλαγμα, αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο, γιατί, επειδή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης compensar

επανορθώνω για κτ

Ο Τζορτζ ήθελε να επανορθώσει που φέρθηκε τόσο απότομα στην Άντρεα προηγουμένως.

επανορθώνω

(για κτ που έκανα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele reservou uma mesa no restaurante favorito dela para compensar por esquecer o aniversário deles.
Έκλεισε τραπέζι το αγαπημένο της εστιατόριο για να επανορθώσει που ξέχασε την επέτειο του γάμου τους.

αντισταθμίζω, εξισορροπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os ganhos compensam as perdas.
Το κέρδος αντισταθμίζει την απώλεια.

επανορθώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντισταθμίζω, εξισορροπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O talento de Vanessa em arte compensa por suas habilidades fracas em matemática.
Το ταλέντο της Βανέσσας στις τέχνες αντισταθμίζει τις κακές επιδόσεις της στα μαθηματικά.

αποζημιώνω

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντισταθμίζω κτ με κτ, εξισορροπώ κτ με κτ

αντισταθμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele nunca poderá me compensar por sua natural falta de habilidade.
Δεν θα μπορέσει ποτέ να αντισταθμίσει την έλλειψη έμφυτου ταλέντου.

αποζημιώνω κπ για κτ

verbo transitivo

διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποζημιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha companhia de seguros me compensou quando eu perdi o meu emprego.
Η ασφαλιστική μου με αποζημίωσε όταν έχασα τη δουλειά μου.

αποζημιώνω

verbo transitivo (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa compensará você pelos gastos de trabalho.
Η εταιρεία θα σε αποζημιώσει για τα εταιρικά σου έξοδα.

αναπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tentou compensar o tempo perdido passando todo o tempo com seus filhos.

βγαίνει σε καλό

(figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Geralmente, ser bom para com as pessoas compensa.
Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους.

εγκρίνομαι

(cheque)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cheque será compensado em cinco dias.

εγκρίνω

verbo transitivo (επιταγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O banco compensou seu cheque, portanto sua compra se tornou agora oficial.
Η τράπεζα ενέκρινε την επιταγή σου, οπότε η αγορά ολοκληρώθηκε!

αποκαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανορθώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Χένρι θέλησε να επανορθώσει για την αγενή συμπεριφορά του απέναντι στον Τζέιμς.

αντισταθμίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντισταθμίζω κτ κάνοντας κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O empenho e o planejamento cuidadoso sempre dão retorno.
Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό.

ωφελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isso só mostra que às vezes ser legal com as pessoas vale a pena.

αναπληρώνω το χαμένο χρόνο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερπροσπαθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επανορθώνω για κτ

Ela me compensou por ter sido rude comigo ontem, convidando-me para um café.
Για να επανορθώσει για τη χθεσινή αγενή συμπεριφορά της μου πρότεινε να πάμε για καφέ.

σε αντάλλαγμα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você sempre está pagando meu almoço, só dessa vez, deixe que eu pague uma refeição para você para retribuir.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που του πρόσφερα με κέρασε ένα ποτό.

αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο, ο Ίαν αναγκάστηκε να δουλέψει και κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος.

γιατί, επειδή

expressão

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eu cozinhei para ela para retribuir por ter cuidado dos meus filhos enquanto eu estava fazendo compras.
Της μαγείρεψα φαγητό γιατί πρόσεχε τα παιδιά όσο ήμουν για ψώνια.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του compensar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.