Τι σημαίνει το confundir στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης confundir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confundir στο ισπανικά.
Η λέξη confundir στο ισπανικά σημαίνει παραξενεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, θολώνω, μπερδεύω, μπερδεύω, περιπλέκω, μπερδεύω, μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο, μπερδεύω, ταράζω, αναστατώνω, παραπλανώ, προβληματίζω, συγχύζω, μπλέκω, μπερδεύω, περνάω κάτι για, σαστίσω, συγχίζω, μπερδεύω, περιπλέκω, προκαλώ απορία, μπερδεύω, μπερδεύω, ταράζω, αναστατώνω, σκιάζω, μπερδεύω, μου κάνει εντύπωση, με εκπλήσσει, ανακατεύω, ενώνω, μπερδεύω, θολώνω, μπερδεύω, τα χάνω, κάνω ασαφή τα όρια, παραπλανώ, μπερδεύω, συγχύζω, σαστίζω, μπερδεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, συγχύζω, σαστίζω, μπερδεύω, αποπροσανατολίζω, μπερδεύω, σαστίζω, μπερδεύω, συγχύζω, μπερδεύω, μπερδεύω, παρανοώ, περνάω κπ/κτ για κπ/κτ, μπερδεύω κτ με κτ άλλο, μπερδεύω, παρανοώ, μπερδεύω κπ με κπ άλλο, αναστατώνω, μπερδεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, παραπλανώ, παραπλανώ, μπερδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης confundir
παραξενεύω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creí que Evan de verdad quería recibir la clase; me confunde que no lo hiciera. Νόμιζα πως ο Έβαν ήθελε πραγματικά να πάρει το μάθημα. Μου φαίνεται παράξενο που δεν το έκανε. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me confundes cuando me das tantas instrucciones a la vez. Μου προκαλεί σύγχυση όταν μου δίνεις τόσες πολλές οδηγίες την ίδια στιγμή. |
θολώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi abuelo siempre confunde las palabras. Ο παππούς μου μπερδεύει συνέχεια τα λόγια του. |
μπερδεύω, περιπλέκω(un tema) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hazlo simple, estás confundiendo el problema con información extra. |
μπερδεύωverbo transitivo (ideas) (καθομιλουμένη: ιδέες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλοverbo transitivo (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No reconocí su voz y la confundí con Jenny. Δεν αναγνώρισα τη φωνή της και την πέρασα για την Τζένη. |
μπερδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eddy y Sid son gemelos, así que a menudo la gente los confunde. Ο Έντι και ο Σιντ είναι δίδυμοι και συχνά ο κόσμος τους μπερδεύει. |
ταράζω, αναστατώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nuestras preguntas sobre el divorcio parecen haberlo confundido. Οι ερωτήσεις μας για το διαζύγιο φαίνεται ότι τον αναστάτωσαν. |
παραπλανώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tratan de confundirnos con argumentos enrevesados. |
προβληματίζω, συγχύζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los extraños sonidos de la noche confundían a Archie, se preguntaba que podrían ser. Οι περίεργοι ήχοι τη νύχτα προβλημάτισαν τον Άρτσι. Αναρωτιόταν τι θα μπορούσαν να είναι. |
μπλέκω, μπερδεύω(ideas) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Has confundido toda tu evidencia, ya nadie puede seguirte. Μπέρδεψες τα στοιχεία σου, κανείς δε μπορεί να σε παρακολουθήσει πια. |
περνάω κάτι γιαverbo transitivo (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Confundí el carro con un modelo más nuevo y pagué demasiado por él. Πέρασα το αυτοκίνητο για νεότερο μοντέλο και το πλήρωσα πολύ ακριβά. |
σαστίσω, συγχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La noticia lo confundió porque no era lo que él esperaba. |
μπερδεύω, περιπλέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El político ofuscó el tema a propósito para engañar al público. |
προκαλώ απορία, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David nos desconcertó cuando rechazó el trabajo bien pago sin razón aparente. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El comportamiento extraño y silencioso de mi esposa me sorprendió. |
ταράζω, αναστατώνω(προκαλώ ανησυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μου κάνει εντύπωση, με εκπλήσσει(κτ, το ότι...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me desconcierta por qué invitaste a Chris a la fiesta; pensé que lo odiabas. |
ανακατεύω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θολώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La inconsistencia a la hora de castigar a los niños desdibuja las reglas. Η ασυνέπεια στην τιμωρία των παιδιών απλά κάνει ασαφείς τους κανόνες. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pastelero mezcló la sal con el azúcar, por lo que la torta estaba incomible. |
τα χάνω(figurado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me hizo trastabillar cuando mis padres me dijeron que empacara mis cosas. |
κάνω ασαφή τα όριαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El criminal engañó a la policía para poder escapar. Ο εγκληματίας παραπλάνησε την αστυνομία ώστε να ξεφύγει. |
μπερδεύω, συγχύζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La conducta de la pareja desconcertó incluso a su consejero matrimonial. |
σαστίζω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película complicada confundió a los espectadores. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La confusa hoja de instrucciones aturdió hasta al estudiante más inteligente de la clase. |
μπερδεύω, συγχύζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σαστίζω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποπροσανατολίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σαστίζω, μπερδεύω, συγχύζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω(κπ/κτ με κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Confundí a Sharon con su madre al teléfono el otro día y no se lo tomó bien. Μπέρδεψα τη Σάρον με τη μαμά της στο τηλέφωνο χθες βράδυ και δεν της άρεσε. |
μπερδεύω, παρανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahora me confundes, ¿de qué película estás hablando? Με μπέρδεψες τώρα! Για ποια ταινία μιλάς; |
περνάω κπ/κτ για κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Me confundió con su sirviente! |
μπερδεύω κτ με κτ άλλο(καθομιλουμένη) Creo que el autor de este texto confundió «actitud» con «aptitud». ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πολλοί συγχέουν τη σημασία της λέξης «υπονοώ» με τη σημασία της λέξης «συνάγω». |
μπερδεύω, παρανοώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre confundo a Greta con Verna, son muy parecidas. |
μπερδεύω κπ με κπ άλλο
Siempre confundo a Scarlett Johansson con Amber Heard, para mi son muy parecidas. Πάντα μπερδεύω τη Σκάρλετ Γιόχανσον με την Άμπερ Χερντ. Για εμένα, μοιάζουν πάρα πολύ. |
αναστατώνω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor ofuscó a sus alumnos con ejemplos demasiado teóricos. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu acertijo me confundió de verdad. ¿Cuál es la respuesta? Το αίνιγμά σου πραγματικά με μπέρδεψε! Ποια είναι η απάντηση; |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las doble negativas por lo general confunden a las personas. Οι διπλές αρνήσεις συνήθως με μπερδεύουν. |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El enemigo engañó a los pilotos para que dispararan contra misiles desactivados. |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las señales confundieron a los senderistas, que se perdieron en las montañas. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pregunta desconcertó a todos los que estaban en la sala. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confundir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του confundir
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.