Τι σημαίνει το conocimiento στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης conocimiento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conocimiento στο ισπανικά.
Η λέξη conocimiento στο ισπανικά σημαίνει γνώση, γνώση, γνώση, δεδομένα, στοιχεία, συνείδηση, γνώση, μόρφωση, παιδεία, αντίληψη, γνώση, επίγνωση, αντίληψη, κατανόηση, τεχνογνωσία, γνώση, εξοικείωση, επίγνωση, οικειότητα, νόηση, γνώση, σύνολο γνώσεων, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις, διανοητικός, νοητικός, πνευματικός, συνειδητά, εσκεμμένα, βάσεις, αναίσθητος, λιπόθυμος, γνωστός, κοινός τόπος, για μαζική κατανάλωση, ενήμερος,μιλημένος, ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα, ενημερωμένος για την πολιτική επικαιρότητα, έτσι για να ξέρεις, για να ξέρεις, φορτωτική, παράδοση, το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο, σαρκική επαφή, απόκτηση γνώσεων, ενορατική γνώση, πρακτική γνώση, βαθιά γνώση, ευρέως γνωστός, κατανόηση μέσω της γνώσης, φωνολογική επίγνωση, φωνολογική ενημερότητα, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, δεξιότητες χρήσης υπολογιστή, ενημερώνω, υποπίπτει στην αντίληψη, λαμβάνω υπόψη, άπειρος από κτ, ξέρω, γνωρίζω, που δεν γνωρίζει κτ, ενήμερος, φορτωτική, με γνώσεις, γνώση από πρώτο χέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης conocimiento
γνώσηnombre masculino (γεγονότος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mantuvo el conocimiento de la historia de amor en secreto. Είχε γνώση για το ειδύλλιο, αλλά το κράτησε μυστικό από τον άντρα της. |
γνώση(κατανόηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El psicólogo tenía un profundo conocimiento de la naturaleza humana. Ο ψυχολόγος είχε βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης. |
γνώσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nadie tenía un mejor conocimiento de las carreteras de la zona que él. |
δεδομένα, στοιχείαnombre masculino (πραγματικά στοιχεία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nuestro conocimiento sobre los desordenes del sueño es mayor ahora de lo que lo ha sido jamás. Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερα δεδομένα (or: στοιχεία) για τις διαταραχές του ύπνου σε σχέση με παλαιότερα. |
συνείδηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando recuperó la consciencia, Harry estaba en la cama de un hospital. |
γνώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Tienes conocimiento en cuanto a dónde se dirige la compañía? |
μόρφωση, παιδείαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta clase me ayudará a aumentar mi conocimiento sobre este tema. Αυτό το μάθημα θα προσθέσει στη μόρφωσή μου όσον αφορά αυτό το αντικείμενο. |
αντίληψη, γνώση, επίγνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίληψη, κατανόηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La infinitud es una idea que trasciende nuestro conocimiento. |
τεχνογνωσίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No tengo el conocimiento para solucionarlo. |
γνώσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su conocimiento de las normas de Contabilidad la convierten en una excelente contable. Η γνώση των λογιστικών κανόνων την κατέστησε σπουδαία λογίστρια. |
εξοικείωσηnombre masculino (με αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo conocimientos de química orgánica, pero no soy un experto. |
επίγνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su percatación de las posiciones de sus compañeros de juego lo hace un gran jugador de básquetbol. Η επίγνωση των θέσεων των συμπαιχτών του, τον έκανε σπουδαίο μπασκετμπολίστα. |
οικειότητα(με κάποιον) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi familiaridad con Emma me convierte en la mejor persona para hablar con ella sobre el problema. |
νόηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los médicos examinaron las habilidades de cognición del niño y no encontraron nada inusual. |
γνώση(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El entendimiento de la mayoría de la gente sobre otros países es muy limitado. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν περιορισμένες γνώσεις για άλλες χώρες. |
σύνολο γνώσεων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El descubrimiento del geógrafo contribuyó significativamente al cúmulo de conocimiento de la humanidad. |
εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις(θεωρία) Tiene muchos conocimientos teóricos sobre el tema, pero poca experiencia práctica. Έχει πολλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για το θέμα, αλλά ελάχιστη εμπειρία στην πράξη. |
διανοητικός, νοητικός, πνευματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνειδητά, εσκεμμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βάσεις(βασική εκπαίδευση) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Una vez que comprendas las nociones de la ciencia puedes elegir la rama en la que te quieres especializar. |
αναίσθητος, λιπόθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γνωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El hecho de que es gay ya es de conocimiento público. |
κοινός τόποςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για μαζική κατανάλωσηlocución adjetiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El informe no estaba escrito para conocimiento público. |
ενήμερος,μιλημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le preguntaré a mi hermana cuál es la mejor escuela del pueblo, ella está al tanto de esas cosas. |
ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα, ενημερωμένος για την πολιτική επικαιρότητα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
έτσι για να ξέρεις, για να ξέρειςlocución adverbial (formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para su conocimiento, este es un bolso de diseño exclusivo. |
φορτωτικήlocución nominal masculina (comercio) El conocimiento de embarque detallaba las mercaderías transportadas por la nave. Η φορτωτική απαριθμούσε όλα τα περιεχόμενα του φορτίου. |
παράδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sabiduría tradicional dice que la casa está embrujada por una víctima de homicidio. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το θύμα ενός φόνου. |
το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείοlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su cuna del conocimiento fue la Universidad de Bennington en Vermont. |
σαρκική επαφήlocución nominal masculina (formal, arcaico) Antes se consideraba un pecado tener conocimiento carnal antes del matrimonio. |
απόκτηση γνώσεωνnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενορατική γνώσηnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Algunas mujeres parecen tener un conocimiento intuitivo sobre cómo cuidar a un recién nacido. |
πρακτική γνώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Poseo cierto conocimiento práctico de física, pero no puedo ponerme a explicar teoría cuántica. Έχω κάποια πρακτική γνώση της φυσικής αλλά δεν θα μπορούσα να εξηγήσω την κβαντική θεωρία. |
βαθιά γνώση
|
ευρέως γνωστόςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Es de conocimiento público que fumar produce cáncer. |
κατανόηση μέσω της γνώσηςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φωνολογική επίγνωση, φωνολογική ενημερότητα(γλωσσολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εγκυκλοπαιδικές γνώσεις
Los chicos estaban sorprendidos por el conocimiento enciclopédico de su abuelo. |
δεξιότητες χρήσης υπολογιστή
No obtuve el trabajo porque no tenía suficientes conocimientos informáticos. |
ενημερώνωlocución verbal (formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este incidente se tiene que poner en conocimiento de las autoridades. |
υποπίπτει στην αντίληψη(cambio de sujeto) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La gerencia se enteró de que muchos empleados están usando las computadoras para jugar a los jueguitos. Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια. |
λαμβάνω υπόψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al tomar conciencia de las circunstancias, el juez fue indulgente en su sentencia. |
άπειρος από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξέρω, γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No te puedo decir; no estoy al tanto de esa información. Δεν μπορώ να σου πω γιατί δεν ξέρω αυτή την πληροφορία. |
που δεν γνωρίζει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No tengo conocimiento de ese método estadístico que mencionas. Δεν γνωρίζω τις στατιστικές μεθόδους που περιγράφετε. |
ενήμερος(για κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mediante presentaciones de su equipo, la presidenta fue informada sobre la situación de crisis en el país lejano. Χάρη στις παρουσιάσεις του επιτελείου της, η πρόεδρος έχει ενημερωθεί για την κατάσταση της κρίσης στην απομακρυσμένη πολιτεία. |
φορτωτική
|
με γνώσειςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γνώση από πρώτο χέρι
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conocimiento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του conocimiento
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.