Τι σημαίνει το considerar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης considerar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του considerar στο πορτογαλικά.

Η λέξη considerar στο πορτογαλικά σημαίνει σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κτ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, εξετάζω, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, σκέφτομαι, θεωρώ, θεωρώ, λαμβάνοντας υπόψη, επιτίθεμαι, θεωρώ, βλέπω, σκέφτομαι, θεωρώ, σκέφτομαι, σκέφτομαι, θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλύω, θεωρώ, βάζω, έχω, θεωρώ, θεωρώ κπ/κτ ως κτ, εξετάζω, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ, εκτιμώ, σέβομαι, κρίνω ένοχο/αθώο, εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, αποδίδω, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, αναμασάω, αναμασώ, ζυγίζω, θεωρώ, θεωρώ, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, έχω στο νου μου κπ για κτ, ακούω, θεωρώ, εκτιμώ, θεωρώ, δεν θεωρώ δεδομένο, παίρνω κτ κατάκαρδα, αρνούμαι να σκεφτώ κτ, παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ, διαγράφω, θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω, φλερτάρω με κτ, ξεγράφω, βλέπω κπ ως κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης considerar

σκέφτομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Já considerou as consequências a longo prazo dessa decisão?
Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης;

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considere as implicações dessa descoberta!
Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!

θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Considero que as minhas ações naquele dia foram um erro.
Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες.

θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Muitas pessoas hoje consideram que punições corporais são erradas.
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considero-o um amigo.
Τον θεωρώ φίλο μου.

σκέφτομαι να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Henry está considerando (or: cogitando) começar a praticar um esporte
Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela ponderou suas opções e o que fazer em seguida.
Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της.

εξετάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos pensando em ir a esse novo restaurante italiano hoje à noite.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de plantar uma árvore, você precisa considerar qual é a apropriada para seu jardim.

θεωρώ

(κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald sempre insiste em conhecer os namorados da filha para ver se os considera apropriados.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu considero a televisão uma má influência.
Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή.

λαμβάνοντας υπόψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mesmo considerando o clima ruim, o número de visitantes no parque tem sido muito baixo.

επιτίθεμαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θεωρώ

(ότι κπ/κτ είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A defesa considerou o veredicto do juiz muito injusto.
Η υπεράσπιση θεώρησε (or: έκρινε) την ετυμηγορία του δικαστή πολύ άδικη.

βλέπω

verbo transitivo (μτφ: κάποιον σαν κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό.

σκέφτομαι

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen considera se aposentar aos sessenta anos.
Η Κάρεν σκοπεύει να πάρει σύνταξη στα εξήντα.

θεωρώ

(ότι κπ/κτ είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A equipe considerou Patricia adequada para o emprego e a contratou.
Η επιτροπή θεώρησε (or: έκρινε) την Πατρίτσια κατάλληλη για τη δουλειά και την προσέλαβε.

σκέφτομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estou considerando uma carreira no direito.
Σκέφτομαι μια καριέρα στη νομική.

σκέφτομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não sei como você pode sequer considerar a ideia de deixar seu emprego; do que você vai viver?
Δεν ξέρω πως γίνεται να σου περνάει έστω η ιδέα απ' το μυαλό ν' αφήσεις τη δουλειά σου.Με τι θα ζήσεις;

θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι δάσκαλοι της Άλισον τη θεωρούσαν αποτυχημένη και την είχαν ξεγράψει.

σκέφτομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jerry considerou a oferta de emprego por um longo período antes de decidir aceitá-la.
Ο Τζέρυ σκεφτόταν την προσφορά εργασίας για πολύ καιρό πριν αποφασίσει να την αποδεχθεί.

σκέφτομαι

(να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brenda considerou pegar a guarda do cachorro.

αναλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os críticos consideraram uma boa peça.

βάζω, έχω

verbo transitivo (considerar) (καθομ: κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considero você um dos meus melhores amigos.
Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu consideraria uma grande honra trabalhar com você.

θεωρώ κπ/κτ ως κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξετάζω, σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ

verbo transitivo (συνήθως με άρνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτιμώ, σέβομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe estimava muito o trabalho de Charlotte.
Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ.

κρίνω ένοχο/αθώο

verbo transitivo (ετυμηγορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O júri considerou o réu culpado de todas as acusações.
Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες.

εκτιμώ, σέβομαι

(admirar) (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela é muito respeitada pelo chefe dela.
Χαίρει μεγάλης εκτίμησης από το αφεντικό της.

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele acredita que aquelas ações deveriam ser ilegais.

αποδίδω

(atribuir, designar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναμασάω, αναμασώ

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζυγίζω

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mediu todas as opções antes de agir.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος.

θεωρώ

(κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu chamo isso de escândalo.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

θεωρώ

(κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se considera pobre. O restaurante é considerado o melhor na cidade.
Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη.

λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você devia ter levado em conta a idade deles. Você deve levar em consideração tanto a taxa de câmbio quanto as taxas bancárias.
Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις.

λαμβάνω υπόψη

(ter atenção com)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω στο νου μου κπ για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακούω

verbo transitivo (dar atenção)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gostaria que eles escutassem minha proposta.
Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου.

θεωρώ

verbo transitivo (julgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu a vejo como a futura primeira ministra.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα.

εκτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sei que ele é um dos diretores mais famosos de todos os tempos, mas não o estimo.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo considerou o último escândalo como um desastre.
Η κυβέρνηση θεώρησε καταστροφή το τελευταίο σκάνδαλο.

δεν θεωρώ δεδομένο

(ser cético)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω κτ κατάκαρδα

expressão (ficar chateado com)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι να σκεφτώ κτ

locução verbal (desconsiderar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαγράφω

(informal) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos ter que dar como perdido o armazém que foi destruído pelo incêndio.
Πρέπει να ξεχάσουμε την αποθήκη πού κάηκε.

θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω

(informal) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se alguém lhe deve dinheiro e não paga, você pode cancelar a dívida e dar como perdido para a sua empresa.
Εάν κάποιος σου χρωστάει χρήματα και δεν στα δίνει μπορείς να διαγράψεις το χρέος και να το θεωρήσεις ζημιά για την επιχείρηση σου.

φλερτάρω με κτ

(BRA, ideia: considerar) (μεταφορικά)

Steve flertou com a ideia de largar seu trabalho e viajar pelo mundo.
Ο Στίβ φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει τη δουλειά του και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.

ξεγράφω

(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mesmo ele tendo ido tão mal na prova, eu não ia desistir dele totalmente.
Παρόλο που πήγε πολύ άσχημα στο διαγώνισμα δεν θα τον ξέγραφα εντελώς.

βλέπω κπ ως κτ

Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του considerar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.