Τι σημαίνει το controlar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης controlar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του controlar στο πορτογαλικά.

Η λέξη controlar στο πορτογαλικά σημαίνει ελέγχω, θέτω υπό έλεγχο, χειρίζομαι, χαλιναγωγώ, συγκρατώ, είμαι κύριος, ελέγχω, περιορίζω, ελέγχω, περιορίζω, ελέγχω, διαχειρίζομαι, χειρίζομαι, ακινητοποιώ, συγκρατώ, περιορίζω, έχω το μονοπώλιο, παίρνω τον έλεγχο, ελέγχω, σβήνω, ενορχηστρώνω, αναλαμβάνω, κρατάω λογαριασμό, ανακόπτω, αναστέλλω, συγκρατώ, ελέγχω, παίρνω τα ηνία, υποτάσσω, εξουσιάζω, ρυθμίζω, ελέγχω, επικρατώ, υπερισχύω, κυριαρχώ, ελέγχω, κυβερνώ, διέπω, κυβερνώ, συγκρατούμαι, συνέρχομαι, συγκρατούμαι, συγκρατούμαι, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί γιογιό, έλεγχος των οικονομικών, διαχείριση των οικονομικών, προσέχω το βάρος μου, παίρνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μειώνω την ισχύ, ελέγχω κτ με θερμοστάτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης controlar

ελέγχω

verbo transitivo (manipular)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele deixou sua namorada porque ela tentou controlá-lo demais.
Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον κοντρολάρει υπερβολικά.

θέτω υπό έλεγχο

verbo transitivo (restringir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O toque de recolher controla os movimentos dos cidadãos.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ελέγχει τις κινήσεις των πολιτών.

χειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O operador da grua controlava a máquina sem problema.
Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα.

χαλιναγωγώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda estava se deixando levar pelo projeto e estava correndo o risco de ultrapassar o orçamento, então seu chefe teve que a controlar.

συγκρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O dique impediu o progresso da inundação.
Το ανάχωμα ανέστειλε την εξάπλωση των νερών της πλημμύρας.

είμαι κύριος

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Se ele quiser se levado a sério nos negócios, deve aprender a controlar suas emoções.
Αν θέλει να τον παίρνουν στα σοβαρά στη δουλειά του, πρέπει να μάθει να είναι κύριος των συναισθημάτων του.

ελέγχω, περιορίζω

verbo transitivo (μειώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tente controlar o fluxo de água girando a válvula.

ελέγχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gerente controlou o comportamento de seus funcionários.

περιορίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os médicos tentaram conter a doença.

ελέγχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando Janet deixava as crianças sozinhas em casa, ela ligava frequentemente para controlá-los.

διαχειρίζομαι

verbo transitivo (submeter a controle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como pode um professor controlar uma sala com trinta e cinco crianças?
Πώς μπορεί ένας δάσκαλος να διαχειριστεί (or: κουμαντάρει) μια τάξη με τριάντα πέντε παιδιά;

χειρίζομαι

verbo transitivo (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela controlava todas as finanças da família.
Χειρίζεται (or: διαχειρίζεται) όλα τα οικονομικά της οικογένειας.

ακινητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os policiais contiveram o agressor prendendo os braços dele nas costas.
Οι αστυνομικοί ακινητοποίησαν τον δράστη δένοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του.

συγκρατώ, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Simon conseguiu conter sua raiva e discutir o problema racionalmente.
Ο Σάιμον κατάφερε να συγκρατήσει τον θυμό του και να συζητήσει το πρόβλημα λογικά.

έχω το μονοπώλιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω τον έλεγχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Assuma a reunião por mim, estarei de volta num minuto.
Ανέλαβε τον συντονισμό της σύσκεψης, θα επιστρέψω σε ένα λεπτό.

ελέγχω

(progresso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενορχηστρώνω

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom assumiu o cargo de gerente depois de Jim ter sido demitido.
Ο Τομ ανέλαβε διευθυντής μετά την απόλυση του Τζιμ.

κρατάω λογαριασμό

(για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nina registrou a venda dos ingressos.
Η Νίνα κατέγραψε τις πωλήσεις εισιτηρίων.

ανακόπτω, αναστέλλω

(εμποδίζω, καθυστερώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ελπίζουμε ότι η χημειοθεραπεία θα σταματήσει την ανάπτυξη του όγκου.

συγκρατώ, ελέγχω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen conseguiu reprimir sua raiva quando seu colega assumiu o crédito pelo trabalho dela.

παίρνω τα ηνία

(assumir o controle ou cargo de) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποτάσσω, εξουσιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρυθμίζω, ελέγχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μια σειρά από βαλβίδες ρεγουλάρει τη ροή του λιπαντικού.

επικρατώ, υπερισχύω, κυριαρχώ

verbo transitivo (esporte) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O campeão boxeará semana que vem para ver se ele ainda domina o esporte.
Ο πρωταθλητής θα παίξει μποξ την ερχόμενη εβδομάδα για να διαπιστώσει αν ακόμα κυριαρχεί στο άθλημα.

ελέγχω, κυβερνώ, διέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυβερνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ditador governou sua nação através do medo e ameaças.
Ο δικτάτορας κυβέρνησε το έθνος του με εκφοβισμό και απειλές.

συγκρατούμαι

verbo pronominal/reflexivo (permanecer calmo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mesmo que ela tente brigar, você deve se controlar e evitar responder.

συνέρχομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É hora de parar de pânico e se acalmar. Ele estava nervoso demais, precisava se acalmar.
Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει.

συγκρατούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helena queria mais um donut, mas conteve-se por educação.
Η Έλενα ήθελε άλλο ένα ντόνατ αλλά συγκρατήθηκε από ευγένεια.

συγκρατούμαι

verbo pronominal/reflexivo (resistir à tentação)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που έχει μάθει να χρησιμοποιεί γιογιό

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έλεγχος των οικονομικών, διαχείριση των οικονομικών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mamãe não está prestes a parar de conter os gastos para que você compre outro iPod.

προσέχω το βάρος μου

expressão (figurado, informal: tentar não engordar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω

expressão verbal (bola) (για μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele recebeu e controlou a bola, virou-se e chutou-a no fundo da rede.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão verbal

μειώνω την ισχύ

locução verbal (reduzir a ração de combustível)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελέγχω κτ με θερμοστάτη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του controlar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.