Τι σημαίνει το corrompu στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corrompu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corrompu στο Γαλλικά.

Η λέξη corrompu στο Γαλλικά σημαίνει διαφθείρω, αλλοιώνω, διαστρεβλώνω, διαφθείρω, μολύνω, μιαίνω, δηλητηριάζω, βλάπτω, χαλώ, εξαγοράζω, δοροδοκώ, νοθεύω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, ευτελίζω, εκχυδαΐζω, διαφθείρω, διαφθείρω, διεφθαρμένος, κατεστραμμένος, διαβλητός, αλλοιωμένος, χωρίς ηθική, χωρίς ηθικές αξίες, αλλοιωμένος, διεφθαρμένος, αλλοιωμένος, κακός, νοθευμένος, ανήθικος,δειφθαρμένος, διεστραμμένος, διεφθαρμένος, ξαναμολύνω, μπολιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corrompu

διαφθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère craignait que de mauvaises fréquentations finissent par me dépraver.
Η μητέρα μου φοβόταν πως οι κακές παρέες θα με διέφθειραν.

αλλοιώνω

verbe transitif (Informatique : des données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un virus a corrompu les données qui ne servent désormais plus à rien.
Ένας ιός έχει καταστρέψει τα δεδομένα και τώρα είναι άχρηστα.

διαστρεβλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société a essayé de corrompre la loi en offrant des pots-de-vin aux fonctionnaires municipaux.

διαφθείρω

verbe transitif (moralement) (ηθικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ces images vont corrompre l'esprit des enfants.
Αυτές οι εικόνες θα διαφθείρουν τη σκέψη των παιδιών.

μολύνω, μιαίνω, δηλητηριάζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'anarchisme a corrompu (or: souillé) la jeunesse.

βλάπτω, χαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαγοράζω, δοροδοκώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bande veut corrompre un fonctionnaire.

νοθεύω

(littéraire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφθείρω, εξαχρειώνω

verbe transitif (αφαιρώ ηθική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευτελίζω, εκχυδαΐζω

(figuré : personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle cherche à l'abaisser.

διαφθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les prêtres furent accusés de pervertir de jeunes hommes dont ils avaient la charge.
Ιερείς κατηγορήθηκαν ότι εκμαυλίζουν (or: διαφθείρουν) νέους άνδρες που βρίσκονται υπό την προστασία τους.

διεφθαρμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La ville était corrompue au point que tout le conseil municipal a fini en prison.
Εκείνος ο δήμος ήταν τόσο διεφθαρμένος που ολόκληρο το δημοτικό συμβούλιο πήγε φυλακή.

κατεστραμμένος

adjectif (Informatique)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nick a perdu tout son travail après avoir ouvert un fichier corrompu.
Ο Νικ έχασε όλη τη δουλειά που είχε κάνει όταν άνοιξε ένα κατεστραμμένο αρχείο.

διαβλητός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme politique s'est engagé à mettre fin aux pots-de-vin et autres pratiques vénales.
Ο πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει τη δωροδοκία και άλλες ανήθικες πρακτικές.

αλλοιωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le juge a refusé de reconnaître l'échantillon d'ADN corrompu comme élément de preuve.
Ο δικαστής αρνήθηκε να δεχθεί τα αλλοιωμένα δείγματα DNA ως αποδεικτικά στοιχεία.

χωρίς ηθική, χωρίς ηθικές αξίες

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cet homme politique était corrompu, il acceptait les pots-de-vin.

αλλοιωμένος

adjectif (données, fichiers)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jim essaie de réparer le fichier corrompu.

διεφθαρμένος

adjectif (malhonnête)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les fonctionnaires publiques corrompus (or: dépravés) ont reçu des pots-de-vin.

αλλοιωμένος

(nourriture, viande)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κακός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne sois pas méchant ! Partage tes bonbons avec ton petit frère.
Σταμάτα να γίνεσαι κακός! Μοιράσου τις καραμέλες σου με τον μικρό σου αδερφό.

νοθευμένος

adjectif (littéraire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανήθικος,δειφθαρμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διεστραμμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διεφθαρμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les inspecteurs corrompus avaient accepté des malversations pour confirmer qu'un bâtiment insalubre était aux normes.
Οι διεφθαρμένοι επιθεωρητές έπαιρναν χρήματα για να εγκρίνουν μη ασφαλή κτίρια.

ξαναμολύνω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπολιάζω

(μεταφορικά: κπ/κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corrompu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του corrompu

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.