Τι σημαίνει το cotton στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cotton στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cotton στο Αγγλικά.

Η λέξη cotton στο Αγγλικά σημαίνει βαμβακερό ύφασμα, βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβάκι, κατανοώ, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω, απορροφητικό μπαμπάκι, ο γλυκός μου, ο γλυκούλης μου, μαλλί της γριάς, ασήμαντος, βαμβάκι σε μπάλες, μπαμπάκι σε μπάλες, βαμβακοκαλλιέργεια, βαμβακοφυτεία, εκκοκκιστική μηχανή, βαμβακοκλωστήριο, δίσκος ντεμακιγιάζ, βαμβακοσυλλέκτης, βαμβακοσυλλέκτρια, βαμβακοσυλλέκτης, αράπης, σκυλάραπας, μπατονέτα, βαμβακερό στρωματσόπανο, χειρουργικό βαμβάκι, στεγνό στόμα, βαμβάκι, βαμβάκι, βαμβακερό επίθεμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cotton

βαμβακερό ύφασμα

noun (fabric)

We always wore cotton in hot weather.
Πάντα φορούσαμε βαμβακερά όταν έκανε ζέστη.

βαμβακερός

noun as adjective (made of cotton)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your cotton dress won't be warm enough this evening.
Το βαμβακερό σου φόρεμα δεν θα είναι αρκετά ζεστό για σήμερα το βράδυ.

βαμβάκι

noun (plant used for fibers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Johnsons have raised cotton on that farm for years.

βαμβάκι

noun (fibers of cotton plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My father said that picking cotton was the hardest work he ever did.

κατανοώ

phrasal verb, intransitive (informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (realise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She finally cottoned on to the fact that they were teasing her.

απορροφητικό μπαμπάκι

noun (gauze)

The cloth used for bandages and gauze is made of absorbent cotton.
Το ύφασμα που χρησιμοποιείται για επιδέσμους και γάζες είναι φτιαγμένο από απορροφητικό μπαμπάκι.

ο γλυκός μου, ο γλυκούλης μου

interjection (informal (affection, endearment)

μαλλί της γριάς

noun (confectionery: spun sugar) (μεταφορικά: γλύκισμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The cotton candy they sell at the circus is one of our favorite treats.

ασήμαντος

noun (figurative ([sth] insubstantial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαμβάκι σε μπάλες, μπαμπάκι σε μπάλες

noun (fluffy fiber ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I use a cotton ball to apply nail polish remover.

βαμβακοκαλλιέργεια, βαμβακοφυτεία

noun (plantation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκκοκκιστική μηχανή

noun (machine: separates cotton) (για βαμβάκι, βάμβακος)

The invention of the cotton gin was important in the Industrial Revolution.

βαμβακοκλωστήριο

(cotton factory)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίσκος ντεμακιγιάζ

noun (for removing make-up)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βαμβακοσυλλέκτης, βαμβακοσυλλέκτρια

noun (worker: picks cotton) (άνθρωπος: εργάτης)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The cotton picker worked to fill her bag as quickly as possible.

βαμβακοσυλλέκτης

noun (machine: picks cotton) (μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αράπης, σκυλάραπας

noun (figurative, pejorative, offensive (derogatory: black person) (υβριστικό, μειωτικό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μπατονέτα

noun (cotton wool on stick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You shouldn't put anything in your ears, but most people clean them with a cotton swab anyway.

βαμβακερό στρωματσόπανο

noun (woven fabric used for bed linen) (είδος υφάσματος)

χειρουργικό βαμβάκι

noun (UK (fluffy fiber)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στεγνό στόμα

noun (US, informal (dry feeling in mouth)

βαμβάκι

noun (plant used for fibres)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Egyptian cotton is only cultivated in Egypt.

βαμβάκι

noun (linen made from Egyptian cotton plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our hotel room had Egyptian cotton sheets on the bed.

βαμβακερό επίθεμα

noun (cotton compress)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cotton στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cotton

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.