Τι σημαίνει το cured στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cured στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cured στο Αγγλικά.

Η λέξη cured στο Αγγλικά σημαίνει που έχει γίνει καλά, που έχει θεραπευτεί, καπνιστός, θεραπεία, αποθεραπεία, θεραπεία, θεραπεύω, θεραπεύω, καταπολεμώ, παστώνω, κλείνω, κάνω συντήρηση, καπνιστό χοιρινό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cured

που έχει γίνει καλά, που έχει θεραπευτεί

adjective (healed, made healthy again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cured patients were discharged from hospital.

καπνιστός

adjective (food: smoked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When pork is cured it becomes ham.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το καπνιστό χοιρινό είναι ένα είδος αλλαντικού.

θεραπεία

noun (remedy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They haven't found a cure for AIDS.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αρρώστια σου δεν παίρνει γιατρειά!

αποθεραπεία

noun (recovery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His cure took a long time.
Η ανάρρωσή του πήρε πολύ καιρό.

θεραπεία

noun (figurative (solution to problem) (μεταφορικά: λύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government is searching for a cure to their budget problems.
Η κυβέρνηση ψάχνει μια συνταγή αντιμετώπισης για τα προβλήματα με τον προϋπολογισμό της.

θεραπεύω

transitive verb (heal of an illness) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How long did it take to cure you of that disease?
Πόσος καιρός χρειάστηκε για να θεραπευτείς από την ασθένεια;

θεραπεύω, καταπολεμώ

transitive verb (illness: make better)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't cure cancer by diet alone.
Δε μπορείς να θεραπεύσεις τον καρκίνο μόνο με τη διατροφή.

παστώνω

transitive verb (food: preserve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This ham is cured, not cooked.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα παλιά χρόνια πάστωναν το κρέας γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να το διατηρήσουν.

κλείνω

intransitive verb (heal) (για τραύμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That cut on your arm has cured nicely.
Το κόψιμο στο χέρι του έχει κλείσει καλά.

κάνω συντήρηση

transitive verb (concrete: harden) (σκυρόδεμα, μπετόν)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The workers cured the concrete after pouring it.

καπνιστό χοιρινό

noun (smoked pork meat) (από μπούτι)

The cured ham has been hanging for three weeks in the cupboard.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cured στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.