Τι σημαίνει το daños στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης daños στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του daños στο ισπανικά.
Η λέξη daños στο ισπανικά σημαίνει ζημιά, βλάβη, απολογισμός, τραυματισμός, βλάβη, βλάβη, ζημιά, ζημιά, κακό, λάθος, λυπητερή, πληγώνω, ζημιά, πληγή, ζημιά, βλάβη, αλλοίωση, ζημιά, καταστροφή, άψογος, αψεγάδιαστος, κακία, χτυπάω, τραυματίζομαι σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, πονάω, κακόβουλη πρόκληση φθοράς σε ξένη ιδιοκτησία, πονάω, βλάπτω, που έχει υποστεί εγκεφαλική βλάβη, εγκεφαλική βλάβη, εγκεφαλική κάκωση, μακροπρόθεσμη ζημία, ψυχολογικό τραύμα, ψυχολογικό κόστος, βλάβη από τον ήλιο, θερμική βλάβη, κτ που σου γαμάει το μυαλό, παράπλευρες απώλειες, κάνω μεγάλη ζημιά, ζημιώνω, τραυματίζομαι, χτυπάω, βλάπτω, βλάπτω, εγκεφαλική βλάβη, παράπλευρη απώλεια, δεν πειράζω κανένα, εκνευρίζω, πειράζω, πληγώνω συναισθηματικά, προκαλώ βλάβη, διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ, πληγώνω, πονάω, πονώ, πληγώνω, πονάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης daños
ζημιά, βλάβηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los daños a la camioneta fueron de consideración. Η ζημιά στο φορτηγό ήταν εκτεταμένη. |
απολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las autoridades todavía están calculando el daño de las inundaciones. Οι αρχές ακόμα κάνουν τον απολογισμό των πλημμυρών. |
τραυματισμός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Afortunadamente nadie sufrió daño alguno en el accidente. Ευτυχώς κανείς δεν υπέστη σωματική βλάβη στο ατύχημα. |
βλάβη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sue admitió que había sufrido daños a causa de las infidelidades de su marido. |
βλάβη, ζημιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El daño causado por la minería a cielo abierto en el medio ambiente era muy grave. Το κακό που κάνει στο περιβάλλον η εξόρυξη είναι πολύ μεγάλο. |
ζημιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El daño a la teoría se podría haber evitar si los investigadores hubieran recolectado más evidencia empíricos. |
κακόnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El daño hecho a los inocentes nunca podrá ser reparado. Το κακό που γίνεται στους αθώους δεν μπορεί με τίποτα να αντισταθμιστεί. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siento que te he hecho mucho daño. |
λυπητερή(coloquial) (αργκό) Mesero, por favor traiga la cuenta para ver cuánto es el daño. |
πληγώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los comentarios de George causaron un daño al orgullo de Jane. Τα σχόλια του Τζορτζ πλήγωσαν την περηφάνια της Τζέιν. |
ζημιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Helen fue al doctor porque la herida en su pierna no sanaba. Η Ελένη πήγε στον γιατρό, επειδή η πληγή στο πόδι της δεν επουλωνόταν. |
ζημιά, βλάβη(formal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los graffittis son un detrimento a la propiedad y son difíciles de sacar. |
αλλοίωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una corrupción en los archivos los hicieron inutilizables. |
ζημιά, καταστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Wendy echó un vistazo al desastre que era su salón después de que le hubiesen entrado a robar. |
άψογος, αψεγάδιαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anna no necesitaba el coche. Lo cogió por puro rencor porque sabía que tú lo querías. Η Άννα δεν χρειαζόταν το αυτοκίνητο, το πήρε από κακία επειδή ήξερε πως το ήθελες. |
χτυπάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ten cuidado de no lastimarte en las rocas. |
τραυματίζομαι σε κτ
Se lastimó la pierna y tuvo que abandonar el juego. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα. |
χτυπάω, χτυπώ(τραυματίζομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No te lastimes durante la caminata. Μην χτυπήσεις στην πεζοπορία. |
πονάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suéltame el brazo: ¡me estás lastimando! Άφησε το χέρι μου, με πονάς! |
κακόβουλη πρόκληση φθοράς σε ξένη ιδιοκτησία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πονάω(προκαλώ πόνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Ay! Saber que se volvió a casar me duele. Ωχ! Η είδηση πως ξαναπαντρεύτηκε τσούζει πραγματικά. |
βλάπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ladrón buscaba el perdón de la gente a la que había dañado. |
που έχει υποστεί εγκεφαλική βλάβηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκεφαλική βλάβηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El accidente automovilístico le causó daño cerebral. |
εγκεφαλική κάκωσηlocución nominal masculina Fue un traumatismo severo pero, por suerte, no produjo ningún daño cerebral permanente. |
μακροπρόθεσμη ζημία
Por suerte el accidente no le produjo daños duraderos. |
ψυχολογικό τραύμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El daño psicológico que le produjeron esas palabras duró un buen tiempo. |
ψυχολογικό κόστος
La guerra produce daños psicológicos en los civiles. |
βλάβη από τον ήλιο(στο δέρμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερμική βλάβη
|
κτ που σου γαμάει το μυαλό(αργκό, χυδαίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράπλευρες απώλειεςlocución nominal masculina |
κάνω μεγάλη ζημιάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζημιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραυματίζομαι, χτυπάωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue un accidente menor y nadie se hizo daño. |
βλάπτωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La quimioterapia a veces hace más daño que bien. |
βλάπτωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La traición y la infidelidad causan daño a la amistad. |
εγκεφαλική βλάβηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Perdió el habla debido al daño cerebral. |
παράπλευρη απώλειαlocución nominal masculina La policía investigaba el daño colateral del tiroteo. |
δεν πειράζω κανέναlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No le hará daño tomar una copa de vino. |
εκνευρίζω, πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φυσικά και δεν είσαι απαίσιο άτομο. Ο Νηλ απλά το είπε για να σε εκνευρίσει γιατί ξέρει πως όλοι σε πάνε περισσότερο από εκείνον. |
πληγώνω συναισθηματικά(emocionalmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ βλάβηlocución verbal El cirujano iba a intentar extraer el tumor sin causar más daño. |
διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando dejó la bebida, decidió arreglar las cosas con aquellos a quienes había lastimado con su adicción. |
πληγώνω, πονάω, πονώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No digas eso, me estás haciendo daño. Σταμάτα να το λες αυτό, με πληγώνεις! |
πληγώνω, πονάω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las palabras de Jessica hirieron a Dawn. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του daños στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του daños
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.