Τι σημαίνει το desenvolver στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης desenvolver στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desenvolver στο πορτογαλικά.
Η λέξη desenvolver στο πορτογαλικά σημαίνει αναπτύσσω, εξελίσσω, βελτιώνω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, εμφανίζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, δείχνω, αναπτύσσω, χτίζω πάνω σε, χτίζω κάτι, αναπτύσσω, εξελίσσω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, ενισχύω, αυξάνω, διεγείρω, κάνω, αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ, αυξάνομαι, αναπτύσσω, ανακαλύπτω, εφευρίσκω, μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ, αναπτύσσομαι, αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ, εξελίσσομαι σε, αναπτύσσω δεξιότητες/ικανότητες, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, ωριμάζω, ευδοκιμώ, υπεραναπτύσσω, εξελίσσομαι, διαμορφώνομαι, αναπτύσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης desenvolver
αναπτύσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O professor ajudou os alunos a desenvolverem suas habilidades de escrita criativa. Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές του να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στη δημιουργική γραφή. |
εξελίσσω, βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele desenvolveu o programa de computador até o nível de sofisticação que possui hoje. Εξέλιξε το πρόγραμμα του υπολογιστή μέχρι το επίπεδο στο οποίο είναι σήμερα. |
αναπτύσσωverbo transitivo (ευρύτερη έννοια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles desenvolveram esta área inteira só nos últimos dez anos. Ανέπτυξαν (or: έχτισαν) ολόκληρη την περιοχή τα τελευταία μόλις δέκα χρόνια. |
αναπτύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela desenvolveu um novo método para o ensino de línguas estrangeiras. Ανέπτυξε μία νέα μέθοδο διδασκαλίας ξένων γλωσσών. |
εμφανίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O carro desenvolveu um barulho estridente. Após o inverno rigoroso, a pavimentação desenvolveu vários buracos. |
αναπτύσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O compositor desenvolveu o tema, com os instrumentos de sopro após as cordas. |
αναπτύσσω, δείχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante a aposentadoria, ela desenvolveu um interesse pela apicultura. |
αναπτύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As redes sociais podem ajudar a crescer seu negócio. |
χτίζω πάνω σεverbo transitivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτίζω κάτιverbo transitivo (φυσική κατάσταση, μυς, αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπτύσσω, εξελίσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esperamos desenvolver essa cidade em um lugar legal para se viver. |
αναπτύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πρέπει να αναπτύξεις τις σημειώσεις σου σε πλήρεις προτάσεις. |
αναπτύσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Albert Einstein desenvolveu a teoria da Relatividade. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ανέπτυξε τη θεωρία της Σχετικότητας. |
ενισχύω, αυξάνω, διεγείρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η σκηνή του αποχωρισμού του ζευγαριού προκάλεσε τη συγκίνηση των θεατών. |
κάνω(καθομιλουμένη: καριέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele construiu uma carreira internacional em gestão de negócios. |
αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ(explicar mais) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sua ideia parece interessante. Poderia elaborar? Η ιδέα σου ακούγεται ενδιαφέρουσα. Θα μπορούσες να την αναπτύξεις (or: αναλύσεις); |
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπτύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Atualmente o autor está elaborando sua ideia para um romance. |
ανακαλύπτω, εφευρίσκω(plano, ideia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu descobri uma ótima maneira de poupar dinheiro, ficar na cama o dia inteiro. Ανακάλυψα έναν υπέροχο τρόπο για να εξοικονομήσω χρήματα: να μείνω στο κρεβάτι όλη μέρα! |
μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ(κατά λέξη: για ρούχο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναπτύσσομαιverbo pronominal/reflexivo (από παιδί σε ενήλικα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muitas meninas começam a se desenvolver aos 11 ou 12 anos. Πολλά κορίτσια αρχίζουν να αναπτύσσονται όταν είναι 11 ή 12 ετών. |
αναπτύσσομαι(οικονομικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A China continua a se desenvolver rapidamente. Η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. |
ευδοκιμώ(crescer com saúde) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Todas as plantas no meu jardim estão se desenvolvendo. Όλα τα φυτά στον κήπο μου ευδοκιμούν. |
εξελίσσομαι σεverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπτύσσω δεξιότητες/ικανότητεςverbo pronominal/reflexivo (figurado, profissionalmente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι(σταδιακά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A intensidade da música está começando a desenvolver-se. |
ωριμάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu tinha muitas flores nas minhas pimenteiras este ano, mas os frutos não vingaram. |
ευδοκιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O solo rico daqui faz a maioria das plantas crescerem profundamente. |
υπεραναπτύσσω(músculos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξελίσσομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se a doença avançar normalmente, o paciente morrerá em três meses. Αν η θεραπεία εξελιχθεί ομαλά, ο ασθενής πιθανότατα θα αναρρώσει. |
διαμορφώνομαιverbo pronominal/reflexivo (ser arranjado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles discutiram e o plano formou-se. |
αναπτύσσομαι(bebê) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O medico ficou satisfeito com o progresso do bebê e disse aos pais que, se ele continuasse a crescer assim, eles não teriam com o que se preocupar. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desenvolver στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του desenvolver
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.