Τι σημαίνει το despido στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης despido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του despido στο ισπανικά.
Η λέξη despido στο ισπανικά σημαίνει παίρνω πόδι, απολύω, διώχνω, στέλνω, διώχνω, εκπέμπω, απομακρύνω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω, αποβάλλω, εκπνέω, απεκκρίνω, αναδίδω, αναδίνω, εκπέμπω, αναδίνω, απολύω, απόλυση, απόλυση, απόλυση, απόλυση, απόλυση, απόλυση, απόλυση, απόλυση, απολύω, βγάζω υγρό, πόδι, απολύω, δίνω πόδι σε κπ, απολύομαι, δίνω πόδι σε κπ, απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω, απολύω, διώχνω, απομακρύνω, απολύω, απολύω, ξεπροβοδίζω, συνοδεύω, απολύω, απολύω, απομακρύνω, θέτω κπ σε προσωρινή αργία, απολύω, απολύομαι, σουτάρω, ξαποστέλνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης despido
παίρνω πόδι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La aerolínea estaba en dificultades y tuvo que despedir a la mitad de sus empleados. |
διώχνω, στέλνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe despidió a Edward porque siempre llegaba tarde. Το αφεντικό απέλυσε τον Έντουαρντ επειδή αργούσε συνεχώς. |
διώχνωverbo transitivo (trabajo, empleo) (από δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe no tuvo opción y tuvo que despedir a diez empleados. |
εκπέμπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El horno despide suficiente calor como para mantener la habitación caliente. |
απομακρύνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo pillaron robando e inmediatamente fue despedido. |
εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω(διώχνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando funciona normalmente el medidor emite un bip corto cada hora. |
αποβάλλω(ουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El paquete sin identificar expelía un hedor nauseabundo. |
εκπνέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron exhaló una nube de humo. |
απεκκρίνω(líquidos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El petrolero estaba vertiendo miles de galones de petróleo al mar. |
αναδίδω, αναδίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mantente alejado del contenedor porque emite gases peligrosos. |
εκπέμπω, αναδίνω(personas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La actual crisis económica ha obligado a muchas compañías a prescindir de algunos de sus empleados. Η τρέχουσα οικονομική κρίση ανάγκασε πολλές εταιρείες να απολύσουν κάποιους από τους υπαλλήλους τους. |
απόλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El negocio ha ido mal por varios meses y la compañía hará algunos despidos. Η επιχείρηση δεν τα πήγαινε καλά για αρκετούς μήνες και η εταιρεία θα κάνει μερικές απολύσεις. |
απόλυσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su despido significaba que la familia no tendría más seguro. Η απόλυσή της είχε σαν αποτέλεσμα να μην έχει ασφάλεια η οικογένειά της. Το εργοστάσιο ανακοίνωσε ένα νέο γύρο απολύσεων σήμερα το πρωί. |
απόλυσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Has oído lo del despido de Romney? Aparentemente, lo despidieron por malversación de fondos. |
απόλυσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El despido fue mal gestionado y el antiguo empleado tenía todo el derecho de interponer una demanda legal. |
απόλυσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tras su despido por robarle a su jefe, a James le resultaba muy difícil conseguir otro trabajo. Μετά την απόλυσή του επειδή έκλεβε τον εργοδότη του, ήταν πολύ δύσκολο για τον Τζέιμς να βρει άλλη δουλειά. |
απόλυσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Robert le resultó difícil explicar las razones de su despido a sus nuevos potenciales empleadores. Ο Ρόμπερτ το έβρισκε δύσκολο να εξηγεί τους λόγους της απόλυσής του σε πιθανούς νέους εργοδότες. |
απόλυση(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El jefe de Leo le dio el raje porque siempre llegaba tarde. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe despidió a Eugenio por llegar tarde todas las mañanas. // La semana pasada despidieron a Mariana de su trabajo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήρε πόδι γιατί ερχόταν αργά κάθε πρωί. |
βγάζω υγρό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La llaga en su pierna comenzó a supurar. |
πόδι(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo echaron porque siempre llegaba tarde a la oficina. Πήρε πόδι γιατί όλο αργούσε στη δουλειά. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω πόδι σε κπ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
απολύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era terrible en su trabajo y no me sorprendió cuando la despidieron. |
δίνω πόδι σε κπ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω(de un trabajo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo despidieron sin una sola explicación. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando lo encontraron robando, sus jefes despidieron a Juan. Όταν οι εργοδότες του Τζον τον έπιασαν να τους κλέβει, τον απέλυσαν αμέσως. |
διώχνω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los rebeldes estaban haciendo una campaña para expulsar al rey. Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά. |
απολύω(empleo) (κπ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Marco lo echaron del ejército por los errores que cometió. Ο Μάρκο απολύθηκε από τον στρατό εξαιτίας των λαθών που έκανε. |
απολύω(κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La junta despidió a Ellen de su puesto como secretaria académica porque no llegaba a tiempo. Το διοικητικό συμβούλιο απέλυσε την Έλεν από τη δουλειά της, ως γραμματέα του σχολείου, λόγω της ασυνέπειας της. |
ξεπροβοδίζω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vino al aeropuerto conmigo para despedirme. Ήρθε μαζί μου στο αεροδρόμιο για να με ξεπροβοδίσει. |
συνοδεύω(προς την έξοδο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era muy tarde cuando despidió al último invitado. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía planea despedir a una docena de empleados el mes que viene. Η εταιρεία σχεδιάζει να απολύσει καμιά ντουζίνα εργαζομένους τον επόμενο μήνα. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía despidió a Alan por apoyar la huelga de los trabajadores. |
απομακρύνω(empleados) (επίσημο, ευφημισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía ha despedido a varios empleados a raíz de sus últimos problemas financieros. Η εταιρεία απομάκρυνε αρκετούς υπαλλήλους μετά τα πρόσφατα οικονομικά της προβλήματα. |
θέτω κπ σε προσωρινή αργία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Despidieron a la mayoría de los trabajadores hasta el verano. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La directora despidió a su secretario cuando lo encontró robando de la caja chica. |
απολύομαι(militar) (στρατός: από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue apartado de la Martina. Απολύθηκε από το ναυτικό. |
σουτάρω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe echó a Max la semana pasada. |
ξαποστέλνω(coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του despido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του despido
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.