Τι σημαίνει το dirigersi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dirigersi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirigersi στο Ιταλικό.
Η λέξη dirigersi στο Ιταλικό σημαίνει ηγούμαι, ηγούμαι, διευθύνω, προεδρεύω, είμαι επικεφαλής, ρυθμίζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, διευθύνω, διοικώ, ελέγχω, κατευθύνω, μεταφέρω, πηγαίνω, διοικώ, διευθύνω, συντονισμός, ενορχηστρώνω, συγκεντρώνω, στέλνω, προεδρεύω, καθοδηγώ, διαχειρίζομαι, οργανώνω, συντονίζω, επιβλέπω, επιβλέπω, ηγούμαι, διευθύνω, διαχειρίζομαι, ηγεσία, αρχηγία, οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, διοικώ, διευθύνω, σκηνοθετώ, ηγούμαι, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, μανατζάρω, διευθύνω ένα έργο, ρίχνω φως σε κπ/κτ, επιμελούμαι, ηγούμαι, δεν διοικώ σωστά, ηγούμαι από κοινού, απευθύνομαι σε, έχω τα πάντα υπό έλεγχο, σκηνοθετώ, κατευθύνω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, απευθύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dirigersi
ηγούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ex membro del congresso ha diretto l'indagine. Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες. |
ηγούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quell'uomo dirige il servizio antincendio per tutto il paese. |
διευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (στη μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto l'orchestra. Διεύθυνε την ορχήστρα. |
προεδρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε συνεδρίαση κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto la riunione visto che nessun altro voleva farlo. Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε. |
είμαι επικεφαλήςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il maestro ha diretto quest'orchestra per due anni. Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια. |
ρυθμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (τροχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'AD dirigeva l'azienda. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση). |
διευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto l'orchestra. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης. |
σκηνοθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (attore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto Peter O'Toole in "Lawrence d'Arabia". |
διευθύνω, διοικώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia figlia fa da aiutante nel negozio, e io dirigo. Η κόρη μου δουλεύει ως βοηθός στο κατάστημα κι εγώ το διευθύνω. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il manager dirige gli impiegati alle sue dipendenze. Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του. |
κατευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il missile è stato diretto verso il bersaglio. |
μεταφέρω, πηγαίνω(bestiame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna dirigere il bestiame verso il nuovo pascolo. |
διοικώ, διευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei è abbastanza capace di amministrare da sola tutta l'azienda. |
συντονισμός(di [qlcs]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La direzione del progetto da parte del direttore è stata eccellente. Ο συντονισμός (or: Η διαχείριση) του σχεδίου από τον διευθυντή ήταν εξαιρετική. |
ενορχηστρώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ribelli hanno orchestrato un colpo di stato. |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Concentrava le sue energie nel portare a termine il progetto. Συγκέντρωσε την ενέργειά της στο να ολοκληρώσει το έργο. |
στέλνω(percorso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha instradato le auto lungo una strada alternativa per evitare il luogo dell'incidente. Η αστυνομία έστειλε τα αυτοκίνητα σε μια εναλλακτική διαδρομή για να μην περάσουν από το σημείο του ατυχήματος. |
προεδρεύω(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sovrintendente ha presieduto il meeting. |
καθοδηγώ(δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guido io se mi indichi la strada. Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
διαχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amministrava le operazioni di rete. Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου. |
οργανώνω, συντονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guida turistica organizza il suo gruppo prima di partire. Η ξεναγός συντονίζει το γκρουπ της πριν την αναχώρηση. |
επιβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come direttrice del dipartimento, Jessie dirige una squadra di dodici persone. |
επιβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gestisco una squadra di 5 assistenti editoriali. Επιβλέπω μια ομάδα πέντε βοηθών σύνταξης. |
ηγούμαι(διευθύνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo ispettore conduce le indagini. Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας. |
διευθύνω, διαχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dirigeva la sua attività in modo efficiente. Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά. |
ηγεσία, αρχηγίαverbo transitivo o transitivo pronominale (l'atto del guidare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dirigere non è una delle cose che gli viene meglio. È un pensatore. Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής. |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non tirargli la palla addosso, lo devi far avanzare tirandogliela avanti. Μην πετάς τη μπάλα εκεί που είναι, πρέπει να τον καθοδηγήσεις πετώντας την μπροστά του. |
κατευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (una luce, un getto d'acqua) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha puntato il riflettore sull'entrata. |
διοικώ, διευθύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È Helen che gestisce davvero l'ufficio. |
σκηνοθετώ(cinema) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi fu il regista di "Via col vento"? |
ηγούμαι(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John Lennon era il leader dei Beatles. |
κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick diresse subito la conversazione sul suo argomento preferito. |
μανατζάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διευθύνω ένα έργοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω φως σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fai luce all'angolo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί. |
επιμελούμαιverbo (testo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sean dirige un giornale locale. Ha sotto di sé un piccolo gruppo di cronisti. |
ηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick fu scelto per guidare il gruppo, forse perché suonava la batteria molto bene. Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς. |
δεν διοικώ σωστάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il capo ha gestito male il personale e ricevuto molte lamentele. |
ηγούμαι από κοινούverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απευθύνομαι σεverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι/κάποιον) Questo film è indirizzato a un pubblico giovane. Η ταινία απευθύνεται σε νεαρό κοινό. |
έχω τα πάντα υπό έλεγχοverbo transitivo o transitivo pronominale (attività, azienda) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκηνοθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo anni di recitazione aveva intenzione di dirigere un film. |
κατευθύνω(κάποιον σε/προς κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci ha diretto verso la porta. Μας έδειξε την πόρτα. |
εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω(μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ex colleghi di Ray hanno rivolto alcune orribili accuse nei suoi confronti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του. |
απευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico ha diretto il suo discorso agli elettori indecisi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirigersi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.