Τι σημαίνει το fermata στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fermata στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fermata στο Ιταλικό.
Η λέξη fermata στο Ιταλικό σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, διακόπτω, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, σταματάω, σταματώ, γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει, κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί, κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω, κάνω σήμα, κάνω νόημα, τσακώνομαι, χωρίζω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ, εμποδίζω, αποτρέπω, συλλαμβάνω, διαταράσσω, διαταράζω, αναχαιτίζω, διακόπτω, παύω, καταργώ, κλείνω, σταματάω, σταματώ, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, συλλαμβάνω, συγκρατώ, διακόπτω, κάνω σήμα, πιάνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, ακινητοποιώ, κρατάω, κρατώ, αναβάλλω, τραβάω, τραβώ, ανακόπτω, αναστέλλω, παίρνω, stop, στοπ, στάση, στάση, παύση, διακοπή, που παρεμποδίστηκε, κάνω σήμα σε ταξί, σταματάω χρονόμετρο, ρίχνω στο κρεβάτι, στηρίζω, σταθεροποιώ, σταματάω, σταματώ, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fermata
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fermato la macchina per guardare la cartina. Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fermare la macchina prima di tentare qualunque riparazione. Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori hanno messo fine al comportamento maleducato dei loro figli. Οι γονείς σταμάτησαν την κακή συμπεριφορά των παιδιών τους. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non interrompermi mentre sto parlando. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guardie al confine hanno bloccato il camion. |
αποκρούωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il portiere ha fermato il tiro. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (di veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ci ha fermato per eccesso di velocità. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε. |
γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει(con un cenno) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστείverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουμπώνω, δένω, ασφαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore puoi bloccare il sedile della macchina in modo che non se ne vada a spasso? |
κάνω σήμα, κάνω νόημαverbo transitivo o transitivo pronominale (facendo segni, gesti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È difficile fermare un taxi nell'ora di punta. Julie si era persa e il suo telefono non prendeva: dovette fermare una macchina di passaggio per chiedere aiuto. |
τσακώνομαι, χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quanto pare devo interrompere una rissa tra quei bimbi ogni giorno! |
τελειώνω, σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riuscirono a fermare la malattia con alcune cure rudimentali. |
σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (fuoriuscita di sangue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fece pressione sul taglio per cercare di fermare la fuoriuscita di sangue. |
εμποδίζω, αποτρέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James voleva la promozione ma Linda lo fermò ottenendola lei. |
συλλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha catturato il presunto omicida. Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο για τον φόνο. |
διαταράσσω, διαταράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guerra ha interrotto milioni di vite umane. Ο μαθητής τιμωρήθηκε γιατί διέκοψε το μάθημα. |
αναχαιτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore di football ha intercettato il passaggio in aria. |
διακόπτω, παύω, καταργώ(σταματώ την παραγωγή προϊόντος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che abbiano sospeso quel modello anni fa. |
κλείνω, σταματάω, σταματώ(bloccare un suono) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Αγκάθα σταμάτησε τη μουσική ώστε όλοι να ακούσουν ό,τι είχε να πει ο Όλιβερ. |
σιδηροδρομικές υπηρεσίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συλλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (polizia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha arrestato alcuni sospetti. Η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς ύποπτους. |
συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La diga ha fermato l'avanzamento della piena. Το ανάχωμα ανέστειλε την εξάπλωση των νερών της πλημμύρας. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maltempo ha interrotto la partita durante il secondo tempo. Το παιχνίδι διεκόπη λόγω καιρού στο δεύτερο ημίχρονο. |
κάνω σήμα(tentare di fermare) (για να σταματήσει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (forze dell'ordine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia trattenne Jack per interrogarlo in merito al furto. |
εμποδίζω, παρεμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro è stato accusato di aver tentato di bloccare i negoziati di pace. |
ακινητοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fermato la macchina fotografica prima di fotografare. |
κρατάω, κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha trattenuto l'indiziato in custodia. |
αναβάλλω(μεταθέτω για το μέλλον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governatore ha rinviato l'esecuzione del criminale. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: την προσοχή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fuochi d'artificio hanno catturato l'attenzione della folla. |
ανακόπτω, αναστέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (medicina) (εμποδίζω, καθυστερώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Speriamo che la chemioterapia fermi la crescita del tumore. Ελπίζουμε ότι η χημειοθεραπεία θα σταματήσει την ανάπτυξη του όγκου. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (για μπάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha bloccato la palla, si è girato e l'ha tirata in rete. |
stop, στοπsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'autista ha azionato i freni quando è arrivato alla fermata. |
στάσηsostantivo femminile (mezzi di trasporto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il treno è arrivato alla mia fermata. Il passeggero dell'autobus ha premuto il pulsante per prenotare la fermata. Το τρένο έφτασε στην τελευταία στάση του. Ο επιβάτης του λεωφορείου πάτησε το κουμπί για την επόμενη στάση. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il semaforo ci ha messo una vita a diventare verde, tant'è che la nostra sosta sembrava non finire più. Το φανάρι έμοιαζε να κάνει ώρες να αλλάξει και η ακινητοποίησή μας φαινόταν να μην τελειώνει. |
παύση, διακοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Πραγματοποιήθηκε παύση σε όλες τις συναλλαγές όσο η τράπεζα ερευνούσε την παραβίαση ασφαλείας. |
που παρεμποδίστηκεaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω σήμα σε ταξίverbo intransitivo (per la strada, con un cenno) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uscì in strada per chiamare un taxi. |
σταματάω χρονόμετροverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I cronometristi fermarono il cronometro quando gli ultimi partecipanti tagliarono il traguardo. |
ρίχνω στο κρεβάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (malattia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una brutta influenza può bloccarti a letto per giorni interi. |
στηρίζω, σταθεροποιώ(με σφήνα, με τάκο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La dirigenza ha fermato il progetto quando sono finiti i soldi. Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (con un peso) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha fermato i fogli mettendoci il libro sopra. Σταθεροποίησε τα χαρτιά με ένα βιβλίο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fermata στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.