Τι σημαίνει το dois στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dois στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dois στο Γαλλικά.
Η λέξη dois στο Γαλλικά σημαίνει υποχρέωση, πρέπει, πρέπει, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, ευθύνη, υποχρέωση, πρέπει, πρέπει, δουλειά, πρέπει, πρέπει, εργασία, δίκαιο, δίκιο, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, -, πρέπει, πρέπει, πρέπει, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, εργασία, άσκηση, αργά ή γρήγορα, υποχρέωση, ρόλος, υποχρέωση, δέσμευση, δημιουργώ, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, αναμένεται να γεννηθεί, αναμένεται να κυκλοφορήσει, ηθικά υποχρεωμένος, αντιμετωπίζω, αξίζω, χρωστάω κτ σε κπ, δεν πρέπει, θα έπρεπε, -, δεν θα έπρεπε, δε χρειάζεται, δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ, υπερβάλλων ζήλος, η φωνή του καθήκοντος, ατομική ευθύνη, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, γραπτό διαγώνισμα, που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του, θα έπρεπε, πρέπει, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, πρέπει να κάνω κτ, πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ, επιδέχομαι διευκρίνισης, υποτίθεται ότι πρέπει, πρέπει να, πρέπει να φτάσει, πρέπει να φτάνει, πρέπει να αρκέσει, πρέπει να είναι αρκετός, δεν έπρεπε να κάνω κτ, χρωστάω μια συγγνώμη σε κπ, η θέση μου είναι, πρέπει να φύγω, προγραμματισμένος, απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεται, που γίνεται από καθήκον, όριο, οικονομική ευθύνη, θα έπρεπε, υποτίθεται, που χρωστάει σε κπ, πρέπει να κάνω κτ, θα, έχω, πρέπει να κάνω κτ, πρέπει, θα έπρεπε, προσπαθώ να κάνω κτ, πρόκειται να κάνω κτ, θα πρέπει, αποτυγχάνω, υποτίθεται, πρόκειται να, κπ μου χρωστάει κτ, περιμένω να γεννήσω, θέμα έκθεσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dois
υποχρέωση(moral) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est de ton devoir de voter. Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις. |
πρέπει(obligation) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu dois te procurer un nouveau permis de conduire. Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois finir ma dissertation ce soir. Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά. |
πρέπει(obligation) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois aller au tribunal lundi, sous peine d'être arrêté. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbe transitif (κάτι, κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai presque remboursé tout l'argent mais je dois encore cinquante euros. Αποπλήρωσα το μεγαλύτερο ποσό τον χρημάτων, αλλά χρωστάω ακόμα 50 Ευρώ. |
πρέπειverbe transitif (attente) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu dois toujours finir ton travail à temps pour ce professeur. |
πρέπει(obligation morale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu dois dire ces choses à la police. |
πρέπει(obligation morale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois appeler Julie ce soir. Je le lui ai promis. |
πρέπειverbe transitif (estimation) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je ne suis pas sûre de la quantité exacte, mais je dois boire plus de trois verres d'eau par jour. Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα. |
ευθύνη, υποχρέωση(obligation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est de ton devoir de t'occuper du chien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων. |
πρέπειverbe transitif (obligation : au conditionnel) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il devrait partir, mais il restera probablement à la maison. Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι. |
πρέπειverbe transitif (suggestion : au conditionnel) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu devrais peut-être aller à la réunion ce soir. Qu'en penses-tu ? Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες; |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand ton père est absent, c'est ton devoir de t'occuper de ton petit frère. Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois aider mes parents à déménager. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία. |
πρέπειverbe transitif (devoir : au conditionnel) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je devrais sortir la poubelle, mais je ne vais pas le faire. Que devrais-je faire ? Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. |
εργασίαnom masculin (éducation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un devoir sur la Révolution française à rendre vendredi. Έχω να παραδώσω μια εργασία για τη Γαλλική Επανάσταση την Παρασκευή. |
δίκαιο, δίκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il accomplira son devoir envers toi. Θα είναι δίκαιος απέναντί σου. |
μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θαverbe transitif (probabilité : au conditionnel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Notre équipe devrait gagner le match car elle est vraiment meilleure que l'autre équipe. Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της. |
-(obligation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vous devez vous présenter au commandant immédiatement. Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου. |
πρέπει(supposition) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Ça doit être là, si j'ai bien compris l'itinéraire. Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois partir maintenant. |
πρέπει(nécessité) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu devras être là avant le début du film. Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο. |
είναι σίγουρο, είναι βέβαιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce garçon est si bagarreur qu'il finira forcément en prison. Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει. |
εργασία(Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son exposé pour le cours d'histoire faisait huit pages. Η εργασία του για το μάθημα της ιστορίας ήταν οκτώ σελίδες. |
άσκηση(Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'écolier fit des exercices de géométrie après l'école. Ο μαθητής έλυσε ασκήσεις γεωμετρίας μετά το σχολείο. |
αργά ή γρήγορα(καθομιλουμένη: κτ θα γίνει) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu avais laissé ton portefeuille sur la table alors, forcément, on te l'a volé. Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε. |
υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary se sent dans l'obligation d'aider Peter avec ses problèmes. Η Μαίρη αισθάνεται την υποχρέωση να βοηθήσει τον Πήτερ με τα προβλήματά του. |
ρόλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon rôle (or: devoir) est de superviser le projet. Ο ρόλος μου είναι να επιβλέπω το έργο. |
υποχρέωση, δέσμευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δημιουργώ(des frais, coûts) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλω(de l'argent) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ayant pris un crédit immobilier, je dois beaucoup d'argent à ma banque. Είχα πάρει δάνειο για να αγοράσω το σπίτι μου, και τώρα χρωστάω (or: οφείλω) πολλά χρήματα στην τράπεζα. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλω(dette morale) (μτφ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il doit sa vie à l'habileté du chirurgien qui l'a opéré. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χρωστούσε τη ζωή του στις ιατρικές ικανότητες του χειρουργού του. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois une fortune à mes créanciers. Χρωστάω μια περιουσία στους δανειστές μου. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλω(excuses) (μτφ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te dois des excuses. Σου οφείλω μια συγγνώμη. |
αναμένεται να γεννηθεί(bébé) (το μωρό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le bébé est prévu pour la fin du mois. Το μωρό αναμένεται να γεννηθεί στο τέλος του μήνα. |
αναμένεται να κυκλοφορήσειverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nouvelle édition du magazine doit sortir la semaine prochaine. |
ηθικά υποχρεωμένος
|
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της. |
αξίζω(μόνο για αξία, ικανότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim devrait bientôt recevoir une augmentation (or: devrait bientôt être augmenté). |
χρωστάω κτ σε κπ(soutenu) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν πρέπει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θα έπρεπε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu aurais dû faire ce que j'ai dit. |
-verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tu ne devrais pas parler ainsi à ton professeur, c'est malpoli. Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα στον δάσκαλό σου. Είναι αγένεια. |
δεν θα έπρεπε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne devrais pas dire ça, mais la nouvelle copine de mon père est horrible. |
δε χρειάζεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερβάλλων ζήλοςlocution adverbiale (επιδεικνύω) |
η φωνή του καθήκοντοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ατομική ευθύνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est du devoir de chacun d'aider son prochain. |
αίσθηση καθήκοντος/ευθύνηςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραπτό διαγώνισμα(Scolaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης. |
που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est du devoir des médecins de maintenir leurs connaissances à jour. |
θα έπρεπε
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Deanna n'étudie pas autant qu'elle le devrait. Η Ντιάνα δεν μελετάει όσο θα έπρεπε. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il faut qu'on se barre ! Πρέπει να βγούμε από εδώ πέρα! |
κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρέπει να κάνω κτ
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Zoé doit finir ses devoirs avant d'aller jouer avec vous. |
πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut rendre justice à l'équipe : ils ont peut-être perdu leurs dix derniers matches mais ils n'ont jamais cessé d'essayer. |
επιδέχομαι διευκρίνισηςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si certains points doivent être clarifiés, je serai heureux d'apporter plus d'explications |
υποτίθεται ότι πρέπει
(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Il était censé finir le rapport avant lundi mais il ne l'a rendu que mercredi. Έπρεπε να τελειώσει την αναφορά μέχρι την Δευτέρα, αλλά δεν την παρέδωσε μέχρι την Τετάρτη. |
πρέπει ναlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous devez arriver à 8 h pour la photo de classe. |
πρέπει να φτάσει, πρέπει να φτάνει, πρέπει να αρκέσει, πρέπει να είναι αρκετός(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La plaque que j'ai mise sur le toit devrait faire l'affaire jusqu'à ce que le couvreur puisse venir. |
δεν έπρεπε να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous ne devrions pas dire ce qui s'est passé à ton frère. Il pourrait se fâcher. |
χρωστάω μια συγγνώμη σε κπlocution verbale |
η θέση μου είναιverbe intransitif (être dans le lieu approprié) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette chaise doit rester à côté de la table. Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι. |
πρέπει να φύγωlocution verbale (un peu familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est très tard : je dois y aller. |
προγραμματισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il faut faire le contrôle de sécurité du gaz lundi prochain. Ο έλεγχος ασφαλείας για το αέριο είναι προγραμματισμένος (or: έχει προγραμματιστεί) για την ερχόμενη Δευτέρα. |
απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεταιverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les bagages à main ne doivent pas contenir de liquides ou de gels. |
που γίνεται από καθήκον(action) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le soldat a dit qu'il n'avait pas été courageux mais avait juste fait son devoir. |
όριο(pour adolescents) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mes parents m'ont donné la permission de 21 heures. Οι γονείς μου μου επέβαλαν να γυρίσω σπίτι στις 9 η ώρα. |
οικονομική ευθύνη(προς τρίτους) |
θα έπρεπεverbe transitif (να κάνω κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu devrais vraiment être plus prudente au volant. Πραγματικά θα έπρεπε να οδηγείς πιο προσεκτικά. |
υποτίθεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Ce stylo est censé écrire parfaitement, même dans l'espace. Αυτό το στυλό υποτίθεται ότι γράφει καλά ακόμα και στο διάστημα. |
που χρωστάει σε κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρέπει να κάνω κτlocution verbale (changement de sujet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je dois faire la vidange de ma voiture. Το αμάξι θέλει αλλαγή λαδιών. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Tu m'obéiras ! Θα με υπακούσεις! |
έχω(obligation morale) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois finir mes devoirs. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. |
πρέπει να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous êtes tenu de remplir ce formulaire. Υποχρεούστε να συμπληρώσετε αυτή την αίτηση. |
πρέπειlocution verbale (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois aller aux toilettes. Πρέπει να πάω στην τουαλέτα. |
θα έπρεπεverbe transitif (obligation morale) (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Chacun devrait s'efforcer de construire une société plus juste. Όλοι θα έπρεπε να παλεύουμε για μια πιο δίκαιη κοινωνία. |
προσπαθώ να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόκειται να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le ministre est censé rencontrer son homologue français cet après-midi afin de discuter de la crise économique actuelle. Ο υπουργός πρόκειται να συναντήσει τον Γάλλο ομόλογό του το απόγευμα για να συζητήσει την τρέχουσα οικονομική κρίση. |
θα πρέπειverbe transitif (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Si on part à 8 h du matin, cela devrait nous laisser plein de temps. Αν ξεκινήσουμε στις 8 πμ, λογικά θα έχουμε αρκετό χρόνο. |
αποτυγχάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le professeur a dit à Marge qu'elle n'aurait pas son examen si elle n'étudiait pas plus. |
υποτίθεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il est censé neiger cet après-midi. Είναι να χιονίσει το απόγευμα. |
πρόκειται να
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les Rolling Stones sont censés venir à Vancouver en avril prochain. La fête était censée commencer à 20 h mais personne n'est venu avant 22 h. Οι Rolling Stones είναι να παίξουν στο Βανκούβερ τον ερχόμενο Απρίλιο. |
κπ μου χρωστάει κτ(changement de sujet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le locataire de Jack lui doit 300 £ de loyer. Ο νοικάρης χρωστάει 300 δολάρια στον Τζακ. |
περιμένω να γεννήσωlocution verbale (femme enceinte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle devrait accoucher fin juillet. Περιμένει να γεννήσει στα τέλη Ιουλίου. |
θέμα έκθεσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dois στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dois
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.