Τι σημαίνει το drift στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης drift στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drift στο Αγγλικά.
Η λέξη drift στο Αγγλικά σημαίνει πλέω, παρασύρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανιέμαι, λοφίσκος, έκπτωση πορείας, στροφή, μετακινούμαι, αποκλίνω, στοιβάζομαι, παρασέρνω, παρασύρω, στοιβάζω, συγκεντρώνω, απομακρύνομαι, παρασύρομαι, χάνω επαφή, παρεκκλίνω από κτ, απορροφώμαι σιγά σιγά, αποκοιμιέμαι, πιάνω κπ, μετατόπιση των ηπείρων, παρασέρνομαι, παρασύρομαι, ζω χωρίς σκοπό, απομακρύνομαι, παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδι, σωρός χιόνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης drift
πλέωintransitive verb (float on water) (σκάφος, πλοίο κλπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There was a boat drifting in the middle of the lake. Μια βάρκα έπλεε στη μέση της λίμνης. |
παρασύρομαιintransitive verb (float on air) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The leaves drifted on the wind. Τα φύλλα παρασύρθηκαν με τον άνεμο. |
περιπλανιέμαιintransitive verb (figurative (wander aimlessly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The tourists drifted from one famous monument to the next. Οι τουρίστες περιπλανήθηκαν απ' το ένα φημισμένο μνημείο στο άλλο. |
περιπλανιέμαιintransitive verb (figurative (progress aimlessly) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Philip dropped out of college and since then he's just been drifting. |
λοφίσκοςnoun (heap of snow, sand) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The snow had accumulated in drifts in the fields. Το χιόνι μαζεύτηκε σε σωρούς στα χωράφια. |
έκπτωση πορείαςnoun (movement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Instead of following a straight course, the navigator realized there had been a steady drift to starboard. |
στροφήnoun (figurative (change in course) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Over recent years, we have seen a drift towards the political right. |
μετακινούμαιintransitive verb (figurative (move: towards an idea, etc.) (μεταφορικά: ιδεολογία, απόψεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Many left-wing political parties seem to have drifted further right in recent years. |
αποκλίνωintransitive verb (figurative (deviate: from [sth] intended) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The talk was supposed to be about the publishing industry, but at some point it drifted and ended up covering a wide range of topics. |
στοιβάζομαιintransitive verb (heap together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The snow had drifted during the night. |
παρασέρνω, παρασύρωtransitive verb (carry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The current drifted the boat out to sea. |
στοιβάζω, συγκεντρώνωtransitive verb (heap together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The wind drifted the snow into mounds. |
απομακρύνομαιphrasal verb, intransitive (figurative (friends, couple: lose closeness) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sometimes friends will drift apart over time. Κάποιες φορές οι φίλοι απομακρύνονται με το πέρασμα του χρόνου. |
παρασύρομαιphrasal verb, intransitive (be carried away, float off) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He fell asleep on the lilo and slowly drifted away from the beach. Αποκοιμήθηκε πάνω στο στρώμα και σιγά σιγά παρασύρθηκε μακριά από την παραλία. |
χάνω επαφήphrasal verb, intransitive (figurative (lose contact, become estranged) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sometimes husbands and wives just drift away from each other and end up getting divorced. Μερικές φορές τα αντρόγυνα αποξενώνονται μεταξύ τους και καταλήγουν σε διαζύγιο. |
παρεκκλίνω από κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (digress or be distracted from) He seemed to be unsure of the point of his speech and drifted from the topic regularly. |
απορροφώμαι σιγά σιγάphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (gradually become involved in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I drifted into teaching after I failed my exams to become a doctor. Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία. |
αποκοιμιέμαιphrasal verb, intransitive (informal, figurative (fall asleep) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The calm music and low lights caused me to drift off during the movie. Η ήρεμη μουσική και ο χαμηλός φωτισμός με έκαναν να αποκοιμηθώ κατά τη διάρκεια της ταινίας. |
πιάνω κπverbal expression (informal, figurative (understand what [sb] means) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετατόπιση των ηπείρωνnoun (movement of continents) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Continental drift happens over millions and millions of years. Η μετατόπιση των ηπείρων συμβαίνει εδώ και εκατομμύρια χρόνια. |
παρασέρνομαι, παρασύρομαι(be carried) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The tumbleweed drifted along, pushed by a soft prairie breeze. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι κορμοί των δέντρων παρασύρθηκαν από το ορμητικό ρεύμα του ποταμού. |
ζω χωρίς σκοπό(figurative (live without purpose) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gary drifts along without any purpose; he'll never amount to anything. |
απομακρύνομαι(separate gradually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Asia and North America were once joined, but over the millennia, they drifted apart. |
παρασυρόμενο δίχτυnoun (large net for fishing) |
παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδιnoun (large net for catching fish) (ψάρεμα) |
σωρός χιόνιnoun (mass of windblown snow) (μεταφέρθηκε από τον αέρα) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drift στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του drift
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.