Τι σημαίνει το encontrar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης encontrar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encontrar στο ισπανικά.
Η λέξη encontrar στο ισπανικά σημαίνει βρίσκω, ανακαλύπτω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, ανακαλύπτω, κρίνω ένοχο/αθώο, πέφτω πάνω σε κτ, πιάνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω, ψαρεύω, βρίσκω, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, βρίσκω, ξεθάβω, ανακαλύπτω, εντοπίζω, ανακαλύπτω, παθαίνω, εντοπίζω, βρίσκω, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, πετυχαίνω, βρίσκω, ψάχνω, μου αρέσει κπ, δυσεύρετος, ανοίγω προσεκτικά δρόμο, βρίσκω τη χρυσή τομή, παρομοιάζω,συγκρίνω, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω τον δρόμο μου, βρίσκω πάτημα για το πόδι μου, απολαμβάνω, χαίρομαι, βρίσκω δουλειά, βρίσκω την αληθινή αγάπη, εξοντώνω, βρίσκω τον ρόλο μου, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω δουλειά, λύνω προβλήματα, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, βρίσκω χρόνο, βρίσκω ατέλειες, βρίσκω χρόνο για κτ, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, αθωώνω, δυσεύρετος, αγγελίες γνωριμιών, προσωπικές αγγελίες, βρίσκω ατέλειες σε κτ, βρίσκω λάθη σε κτ, βρίσκω τον δρόμο μου, βρίσκω, παθιάζομαι με κάτι, βρίσκω και επιλύω πρόβλημα, τα βρίσκω στη μέση, βρίσκω χρόνο για κτ, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, πιάνω, συλλαμβάνω, βρες το πάθος στη ζωή σου, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης encontrar
βρίσκω(τυχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ayer encontré diez dólares en la calle. Χθες βρήκα στον δρόμο δέκα δολάρια. |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los chicos encontraron un cofre del tesoro en la isla. Τα αγόρια ανακάλυψαν ένα σεντούκι με θησαυρό στο νησί. |
βρίσκωverbo transitivo (κάτι ή κάποιον ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encuentro la música moderna bastante repetitiva. Βρίσκω τη σύγχρονη μουσική μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη. |
βρίσκωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deja todo exactamente como lo encontraste. Άφησε τα πάντα ακριβώς όπως τα βρήκες. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es un problema y debemos encontrar una solución. Αυτό είναι πρόβλημα και πρέπει να βρούμε λύση. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perdí mi teléfono la semana pasada, pero lo encontré esta mañana. Έχασα το τηλέφωνό μου την προηγούμενη εβδομάδα αλλά το ξαναβρήκα σήμερα το πρωί. |
ανακαλύπτω(conclusión) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encontramos que los dos autos funcionaban igual de bien. Διαπιστώσαμε ότι όλα τα αυτοκίνητα απέδωσαν εξίσου καλά. |
κρίνω ένοχο/αθώο(derecho) (ετυμηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jurado halló al acusado culpable de todos los cargos. Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες. |
πέφτω πάνω σε κτ(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La otra noche encontré un álbum de fotos antiguas. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El policía juró que encontraría al asesino. Ο αστυνομικός ορκίστηκε πως θα έπιανε τον δολοφόνο. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve encontró algo de madera para poner en el fuego. |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εντοπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía está tratando de encontrar a los testigos del accidente. Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος. |
ψαρεύωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veré si puedo encontrar alguna idea para mi próximo artículo. Θα δω αν μπορώ να ψαρέψω καμιά ιδέα για το επόμενο άρθρο μου. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pueblo creció después de que alguien encontrara oro en ese lugar. |
εντοπίζωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de mucho buscar terminó encontrándola caída atrás del aparador. |
βρίσκω, ανακαλύπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encontraron tres cadáveres en la vieja casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Συνάντησα τον αδελφό σου στο γήπεδο. |
εντοπίζω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Πωλ δεν μπορούσε να εντοπίσει την πόλη στον χάρτη. |
ανακαλύπτω, βρίσκω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ayer descubrí verdaderos tesoros en la librería de segunda mano. |
ξεθάβω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Desenterré uno de mis antiguos informes escolares. Ξέθαψα έναν παλιό έλεγχό μου από το σχολείο. |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Buscó en la caja y sacó un par de zapatos. |
εντοπίζω, ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía de gas está tratando de rastrear la fuente de la pérdida. Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής. |
παθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvo un accidente camino al juzgado. Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα. |
εντοπίζω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay un ruido raro saliendo de alguna parte de la habitación pero no soy capaz de localizar su ubicación exacta. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχει ένας παράξενος θόρυβος που έρχεται από κάπου στο δωμάτιο, αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω το ακριβές σημείο. |
πέφτω πάνω σε κτ/κπ(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me encontré con un artículo interesante sobre Cuba en el diario. |
πετυχαίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dimos con estas viejas monedas en nuestro jardín cuando excavábamos la huerta. Βρήκαμε αυτά τα παλιά νομίσματα στον κήπο μας, ενώ σκάβαμε στο κομμάτι με τα λαχανικά. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encontré a Juan en la estación esperando un taxi. Βρήκα τον Τζον στον σταθμό να περιμένει ταξί. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como el tiempo pasaba y Audrey no encontraba sus gafas, empezó a buscar desesperadamente. |
μου αρέσει κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A ella le gusta su jefe, pero por desgracia está casado. |
δυσεύρετοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las primeras ediciones de este libro son muy difíciles de encontrar. |
ανοίγω προσεκτικά δρόμοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω τη χρυσή τομήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Debes encontrar el equilibrio entre el tiempo que dedicas a los videojuegos y a hacer la tarea. |
παρομοιάζω,συγκρίνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Podemos encontrar similitudes entre las restricciones de los poderes legislativos de los primeros Parlamentos británicos y las del Parlamento Europeo moderno. |
βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύσηlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No sé cómo pero voy a encontrar la manera. |
βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύσηlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El problema puede parecer difícil ahora, pero estoy seguro de que encontrarás la respuesta de alguna manera. |
βρίσκω τον δρόμο μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate encontró su lugar en el mundo trabajando en agricultura. |
βρίσκω πάτημα για το πόδι μουlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tratá de buscar siempre un punto de apoyo para el pie. Afirmate bien y subí con fuerza, gritó uno de los instructores de escalada en piedra. |
απολαμβάνω, χαίρομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Disfrutaron mucho del hermoso atardecer. |
βρίσκω δουλειάlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que encontrar un trabajo donde me paguen bien. Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά. |
βρίσκω την αληθινή αγάπηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El romántico adolescente espera encontrar el amor verdadero. |
εξοντώνωlocución verbal (στρατιωτικό: εχθρός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Por el momento, el ejército busca ubicar y eliminar la insurgencia. |
βρίσκω τον ρόλο μου(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω χρόνο για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No pude hacer tiempo para terminar ninguna de las tareas de mi lista de hoy. |
βρίσκω δουλειά
|
λύνω προβλήματαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ese es el objetivo, encontrarles soluciones a estos problemas. |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ(για την ενοχή κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recientemente han declarado culpable a Apple de infringir deliberadamente una patente. |
βρίσκω χρόνο(για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estoy muy ocupado, pero trataré de encontrar un tiempo para verte. |
βρίσκω ατέλειες
|
βρίσκω χρόνο για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al fin Bill sacó tiempo para lavar los platos. |
απολαμβάνω, ευχαριστιέμαιlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αθωώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acusaron al hombre de robo, pero el juez lo dejó ir porque no había evidencia suficiente. |
δυσεύρετοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγγελίες γνωριμιών, προσωπικές αγγελίες
Carol respondió un aviso para encontrar pareja. |
βρίσκω ατέλειες σε κτ, βρίσκω λάθη σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω τον δρόμο μου(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando se refiere a la profesión, algunas personas tardan más que otras en encontrar su camino. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Llamé a su casa, su trabajo y su celular, pero no puedo ponerme en contacto con ella. |
παθιάζομαι με κάτιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρίσκω και επιλύω πρόβλημαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía emplea a Adam para que identifique un problema y encuentre la solución. |
τα βρίσκω στη μέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vos querés ir a un restaurante chino, yo a uno mexicano. Encontremos un punto medio y vayamos a una pizzería. |
βρίσκω χρόνο για κτ(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mucha gente se queja de que no puede hacer un hueco para leer. |
εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de la avalancha, los perros detectaron con el olfato a los deportistas enterrados. |
πιάνω, συλλαμβάνω(persona, haciendo algo) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No entendía por qué perdía siempre, luego encontré a mi compañero haciendo trampas. |
βρες το πάθος στη ζωή σουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alice pilló a su novio comiendo galletas en mitad de la noche. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encontrar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του encontrar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.