Τι σημαίνει το ensinar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ensinar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ensinar στο πορτογαλικά.

Η λέξη ensinar στο πορτογαλικά σημαίνει διδάσκω, διδάσκω, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, διδάσκω, εκπαιδεύω, κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα, εκπαιδεύω, δίνω οδηγίες σε κπ για κτ, ανεπίδεκτος μαθήσεως, έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου, κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο, μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο, μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα, δίνω οδηγίες, καθοδηγώ, συμβουλεύω, κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα, κάνω ιδιαίτερα σε κπ, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ensinar

διδάσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian quer ensinar Física.
Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής.

διδάσκω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lee espera ensinar crianças pequenas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ποιος σου έμαθε να κάνεις σκέιτ;

μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ

A clínica ensina as pessoas sobre questões de saúde. // Sonoko me ensinou sobre comida e cultura japonesa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας.

διδάσκω

(educar alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπαιδεύω

verbo transitivo (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O tenista profissional ensinou os básicos a seus alunos.
Ο επαγγελματίας τενίστας έμαθε στους μαθητές του τα βασικά.

κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα

(dar aulas particulares)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linda ensina para ganhar um dinheiro extra.
Η Λίντα κάνει ιδιαίτερα για να βγάλει επιπλέον χρήματα.

εκπαιδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω οδηγίες σε κπ για κτ

verbo transitivo (explicar a alguém como fazer algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεπίδεκτος μαθήσεως

adjetivo (άτομο: μαθαίνει δύσκολα)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο

(dar aulas elementares de inglês)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω οδηγίες

locução verbal (indicar a direção, rumo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθοδηγώ, συμβουλεύω

verbo transitivo (ser mentor de estudante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os professores universitários devem tutelar os alunos, além de suas atividades de ensino e pesquisa.
Αναμένεται από τους λέκτορες να συμβουλεύουν τους φοιτητές, παράλληλα με τη διδασκαλία και τα ερευνητικά τους καθήκοντα.

κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα

verbo transitivo (dar aulas particulares a alguém) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando estava na universidade, Catherine ganhava um dinheiro extra ensinando algumas crianças da escola.
Όταν ήταν στο πανεπιστήμιο η Κατερίνα έβγαζα κάποια επιπλέον χρήματα κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές.

κάνω ιδιαίτερα σε κπ

(dar aulas particulares sobre algo) (με γενική ή σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James ensina francês a três adolescentes.
Ο Τζείμς κάνει ιδιαίτερα στα γαλλικά σε τρεις εφήβους.

εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ensinar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.