Τι σημαίνει το entre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entre στο Γαλλικά.

Η λέξη entre στο Γαλλικά σημαίνει ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ, με, ανάμεσα σε, ανάμεσα, ανάμεσα, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα, ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ, μπαίνω, χτυπάω, χτυπώ, μπαίνω, εισβάλλω, καταχωρώ, εισάγω, εισέρχομαι, μέσα, με παίρνει ο αέρας, καταχωρώ, καταχωρίζω, εμπίπτω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, χτυπάω, χτυπώ, περνάω, ενδιάμεσα, ενδιάμεσος, διαπανεπιστημιακός, διατμηματικός, γονατιστός, τζάμπ μπολ, τζάμπολ, τζάμπολ, επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα, αλληλοσκοτώνομαι, ανασταίνομαι, γεφυρώνω, μπαίνω ανάμεσα, συγκέντρωση, τζάμπολ, αναστημένος, ξεχωρίζω, ενδιάμεσος, διαπολιτειακός, φατριαστικός, φραξιονιστικός, διασύνδεσης, διαϋπηρεσιακός, διασχολικός, παρενθετικός, μεσοπολεμικός, παρενθετικός, παρένθετος, σε κρίσιμη κατάσταση, πέρα από τον έλεγχο σου, παρεμπιπτόντως, μεταξύ μας, στα χέρια μου, μεταξύ άλλων, μεταξύ μας, ανάμεσά μας, το βράδυ, το σούρουπο, στο μεταξύ, στη διαχωριστική γραμμή, ενδιάμεσα, μεταξύ άλλων, γυναίκα προς γυναίκα, μεταξύ ζώντων, ανάμεσα, μεταξύ άλλων, μεταξύ μας, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ανάμεσα σε, προσοχή στο κενό, σκυλοκαβγάς, περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων, -, Σεξουαλική επαφή μεταξύ αγνώστων ομοφυλόφιλων ανδρών, συνήθως σε κοινόχρηστες τουαλέτες., πόλεμος συμμοριών, χάσμα γενεών, μεσοδιάστημα, μικρή διαφορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, θρησκευτικές διαφορές, συνδυασμός κρασιού και φαγητού, δικό μας αστείο, δικό μας αστείο, μέθοδος αποτίμησης FIFO, καθημερινή διαδρομή από και προς τη δουλειά, καθημερινή μετακίνηση από και προς τη δουλειά, Xennial, απόσταση, στα χέρια κπ, καθένας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entre

ανάμεσα σε

préposition

Chicago est entre New York et Los Angeles.
Το Σικάγο είναι μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες.

ανάμεσα σε

préposition (σύνδεση)

Il y a un pont entre les deux berges.
Υπάρχει μια γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών.

ανάμεσα σε

préposition

J'essaie de me décider entre la voiture rouge et la voiture bleue.
Προσπαθώ να διαλέξω ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε αυτοκίνητο.

μεταξύ, ανάμεσα

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous allons partager la note entre nous deux.

μεταξύ

préposition (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il n'est pas toujours facile de distinguer entre le bien et le mal.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κάνεις τον διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό.

μεταξύ

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Que cette information reste entre vous et moi.
Ας κρατήσουμε αυτή την πληροφορία μεταξύ μας.

με

préposition

Entre la chaleur et l'humidité, cela devient inconfortable.

ανάμεσα σε

préposition

ανάμεσα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανάμεσα

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quand ils ont commencé à se battre, leur petit frère s'est précipité entre eux.
Όταν άρχισαν να μαλώνουν, ο μικρός τους αδερφός μπήκε ανάμεσα.

μεταξύ, ανάμεσα

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανάμεσα

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Notre maison se trouve entre un pub d'un côté et de vastes champs de l'autre.
Το σπίτι μας βρίσκεται ανάμεσα σε μια παμπ από τη μία πλευρά και σε κάτι χωράφια από την άλλη.

ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les enfants ont divisé la propriété entre eux. Nous avons divisé les biscuits entre les enfants.
Τα παιδιά μοίρασαν την περιουσία μεταξύ (or: αναμεταξύ) τους.

μπαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entrez, c'est ouvert.
Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le commerçant a entré les prix dans la caisse.

μπαίνω, εισβάλλω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mais ne vous gênez pas, entrez, faites comme chez vous !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι καλύτερο να χτυπήσουμε πρώτα αντί να μπούμε έτσι απλά.

καταχωρώ

(des nombres,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εισάγω

verbe transitif (dans base de données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entrez le code en utilisant le clavier numérique.

εισέρχομαι

verbe intransitif (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous pouvez entrer, mais s'il vous plaît, tapez à la porte pour vous annoncer !
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

μέσα

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a ouvert la porte et ils sont tous entrés.

με παίρνει ο αέρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταχωρώ, καταχωρίζω

(στοιχεία σε φόρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il inscrit son nom sur la première ligne du formulaire.
Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης.

εμπίπτω

(être inclus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leur demande tombe dans le champ de notre projet.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

πάω μέσα, μπαίνω μέσα

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fait chaud dehors, tu veux rentrer (à l'intérieur) ?
Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα;

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien qu'un prix de 9,95 $ soit affiché, le vendeur a saisi 19,95 $ par erreur.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

περνάω

verbe transitif (Informatique) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a entré les données dans un tableur.
Πέρασε (or: Πληκτρολόγησε) τα δεδομένα σε ένα υπολογιστικό φύλλο.

ενδιάμεσα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour lui, tout était noir ou blanc. Il n'y avait rien entre les deux.

ενδιάμεσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La période intermédiaire entre la soumission de votre demande et son acceptation ou son refus peut être très longue.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην ενδιάμεση περίοδο, ο Τζο αγόρασε λίγο μεσημεριανό.

διαπανεπιστημιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διατμηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γονατιστός

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les déficits du budget veulent dire que nous devons aller mendier quelques milliards à des pays comme la Chine.
Το έλλειμμα στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι θα πρέπει να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε δανεικά ύψους δισεκατομμυρίων από χώρες όπως η Κίνα.

τζάμπ μπολ, τζάμπολ

nom masculin invariable (Basket-ball) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Comme les deux joueurs se disputaient la balle, l'arbitre a sifflé un entre-deux.

τζάμπολ

nom masculin (μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un match de basket commence par un entre-deux effectué par l'arbitre.

επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα

nom masculin invariable (Foorball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλληλοσκοτώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Appelez la police avant que ces deux-là s'entre-tuent.

ανασταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γεφυρώνω

(une rivière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un pont enjambait la gorge.
Μια γέφυρα εκτεινόταν πάνω από το φαράγγι.

μπαίνω ανάμεσα

(μεταφορικά)

Nous nous entendons tellement bien que rien ne pourra jamais nous séparer.
Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας.

συγκέντρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On organise une petite fête vendredi, si ça te dit.
Θα κάνουμε μια μικρή μάζωξη την Παρασκευή άμα θέλεις να έρθεις.

τζάμπολ

nom masculin (Basket-ball) (καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αναστημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεχωρίζω

(κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peux-tu distinguer le bien du mal ?

ενδιάμεσος

adjectif (période)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαπολιτειακός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φατριαστικός, φραξιονιστικός

locution adjectivale (πολιτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διασύνδεσης

locution adverbiale (Aviation) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

διαϋπηρεσιακός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διασχολικός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρενθετικός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεσοπολεμικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρενθετικός, παρένθετος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce n'est qu'une petite remarque entre parenthèses.

σε κρίσιμη κατάσταση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suite à sa crise cardiaque, il est entre la vie et la mort en soins intensifs.

πέρα από τον έλεγχο σου

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'enquête n'est plus entre vos mains.

παρεμπιπτόντως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À propos (or: entre parenthèses), je te dois toujours dix dollars de la semaine dernière.
Παρεμπιπτόντως, σου χρωστάω 10 λίρες από την περασμένη εβδομάδα.

μεταξύ μας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Entre toi et moi, je ne la trouve pas très belle, sa nouvelle robe.

στα χέρια μου

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai fait tout ce que j'ai pu pour ce projet : c'est entre tes mains maintenant.

μεταξύ άλλων

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ μας, ανάμεσά μας

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Γελάσαμε με τα παιδιά που έτρεχαν ανάμεσά μας στο πάρκο. Υπάρχουν εχθροί μεταξύ μας.

το βράδυ, το σούρουπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στο μεταξύ

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai l'intention d'acheter une maison l'année prochaine mais en attendant, je partage un appartement avec un ami.

στη διαχωριστική γραμμή, ενδιάμεσα

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand sa femme l'a quitté, il s'est retrouvé pendant plusieurs mois à frontière entre santé mentale et démence. Cette remarque est à la frontière de l'insolence.

μεταξύ άλλων

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γυναίκα προς γυναίκα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μεταξύ ζώντων

(Droit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάμεσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα σπίτια είναι δίπλα το ένα στο άλλο και ανάμεσά τους υπάρχει ένα δρομάκι.

μεταξύ άλλων

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je pratique, entre autres, le football.

μεταξύ μας

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάμεσα σε

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσοχή στο κενό

interjection (équivalent)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Faites attention à la marche en descendant du train.

σκυλοκαβγάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

nom masculin (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cette culotte est jolie, mais elle me reste toujours coincé entre les fesses.
Αυτό το εσώρουχο είναι πολύ όμορφο, αλλά πάντα μου μπαίνει στον ποπό.

Σεξουαλική επαφή μεταξύ αγνώστων ομοφυλόφιλων ανδρών, συνήθως σε κοινόχρηστες τουαλέτες.

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πόλεμος συμμοριών

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χάσμα γενεών

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le fossé entre les générations se creuse et suscite des tensions sociales.

μεσοδιάστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρή διαφορά

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'y a qu'un pas entre le génie et la folie.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θρησκευτικές διαφορές

nom masculin (fig)

La guerre dans cette région a creusé le fossé entre les religions.

συνδυασμός κρασιού και φαγητού

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικό μας αστείο

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικό μας αστείο

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέθοδος αποτίμησης FIFO

(Comptabilité)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθημερινή διαδρομή από και προς τη δουλειά, καθημερινή μετακίνηση από και προς τη δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Faire la navette entre son domicile et son travail est le lot de beaucoup de personnes.

Xennial

nom masculin (fin 1970-début 1980)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

απόσταση

(διαχωριστικό κενό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La distance la plus courte entre deux points est la ligne droite.

στα χέρια κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon manuscrit est maintenant entre les mains des correcteurs. Notre destin est maintenant entre les mains de l'assureur de l'entreprise.

καθένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Chacun d'eux est différent.
Καθένας είναι διαφορετικός.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του entre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.