Τι σημαίνει το esquecer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esquecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esquecer στο πορτογαλικά.

Η λέξη esquecer στο πορτογαλικά σημαίνει ξεχνάω, ξεχνάω, ξεχνώ, έχω ένα κενό μνήμης, αποχαιρετάω, αποχαιρετώ, ξεπερνώ, ξεχνώ, παραλείπω, ξεχνάω, ξεχνώ, διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ, αφήνω κτ πίσω μου, αγνοώ, παραβλέπω, ξεμαθαίνω, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, περασμένα-ξεχασμένα, παρατάω, αφήνω, μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγω, σκάω στα γέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esquecer

ξεχνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esqueci de lavar as roupas.
Ξέχασα να πλύνω τα ρούχα.

ξεχνάω, ξεχνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu deveria lavar as roupas, mas esqueci.

έχω ένα κενό μνήμης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποχαιρετάω, αποχαιρετώ

verbo transitivo (gíria, não levar em consideração) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esqueça sua herança: sua mãe deixou tudo para os primos distantes.

ξεπερνώ, ξεχνώ

verbo transitivo (informal: parar de amar alguém) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levou meses para que eu esquecesse Jake depois que rompemos. Ele vai esquecê-la assim que começar a sair novamente.
Μου πήρε μήνες να ξεπεράσω τον Τζέικ μετά τον χωρισμό μας. Θα την ξεχάσει μόλις αρχίσει να βγαίνει έξω πάλι.

παραλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pão não cresce porque eu esqueci o fermento por engano.
Το ψωμί δεν φούσκωσε γιατί παρέλειψα τη μαγιά κατά λάθος.

ξεχνάω, ξεχνώ

verbo transitivo (escapar à memória)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qual é o nome dela? Esqueci.
Πώς τη λένε είπαμε; Το ξέχασα (or: έχασα) για μια στιγμή.

διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ

(figurado) (μεταφορικά)

Alison tentou apagar o evento terrível da memória dela.
Η Άλισον προσπάθησε να διαγράψει το απαίσιο γεγονός από τη μνήμη της.

αφήνω κτ πίσω μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγνοώ, παραβλέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peço desculpas a todos. Por favor, ignorem minhas instruções anteriores; direi o que fazer em um instante.
Ζητώ συγγνώμη απ' όλους. Παρακαλώ μη λάβετε υπόψη τις προηγούμενες οδηγίες μου· θα σας πω τι πρέπει να κάνετε σ' ένα λεπτό.

ξεμαθαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το

interjeição (coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

περασμένα-ξεχασμένα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αντί να θεωρήσει όσα έγιναν περασμένα-ξεχασμένα, ο Νίκολας θύμωνε ολοένα και περισσότερο.

παρατάω, αφήνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele não parava de falar sobre os problemas do meu casamento, então eu pedi para ele esquecer o assunto.
Επέμενε να αναφέρει τα προβλήματα του γάμου μου και του ζήτησα να το κόψει.

μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγω

expressão verbal (não pensar em) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tentou esquecer a lembrança do assassinato dele.
Εκείνη προσπάθησε να αποφύγει την ανάμνηση της δολοφονίας του.

σκάω στα γέλια

expressão verbal (την ώρα της παράστασης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esquecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.