Τι σημαίνει το estimé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης estimé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estimé στο Γαλλικά.
Η λέξη estimé στο Γαλλικά σημαίνει υπολογισμός στίγματος εξ αναμετρήσεως, εκτιμώμενος, που τον σέβονται, που τον εκτιμούν, εκτίμηση, εκτίμηση, υπόληψη, εκτίμηση, υπόληψη, σεβασμός, εκτίμηση, υπόληψη, εκτίμηση, εκτίμηση, υπόληψη, διακεκριμένος,εξέχων, σεβαστός, εκτιμώμενος, σεβασμός, σκέφτομαι, εκτιμώμενος, υποθέτω, εκτιμώ την αξία, υπολογίζω, εκτιμώ, κοστολογώ, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, εκτιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υπολογίζω, εκτιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ, σέβομαι, θεωρώ, εκτιμώ την αξία, εκτιμώ την αξία, αισθάνομαι, κρίνω, εκτιμάω, εκτιμώ, εκτιμάω, εκτιμώ, κοστολογώ, υποτιμημένος, διαπρεπής, υποεκτιμημένος, η αξία μου, αυτοσεβασμός, που έχει κοστολογηθεί, που έχει τιμολογηθεί, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, σε υπόληψη, αυτοσεβασμός, αυτοσεβασμός, έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, αποτίω φόρο τιμής, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση, σκέφτομαι τα καλύτερα για, που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από κπ, μεγάλος σεβασμός για κπ, υψηλή εκτίμηση, ιδιαίτερη εκτίμηση, αντιμετωπίζω πιο θετικά, υπέρβαση, εκτιμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης estimé
υπολογισμός στίγματος εξ αναμετρήσεωςnom féminin (Marine : calcul de position) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκτιμώμενοςadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Le coût estimé des rénovations était au-dessus de nos moyens. |
που τον σέβονται, που τον εκτιμούνadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτίμησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'estime de ses collègues est très importante. Ο σεβασμός των συναδέλφων σου είναι πολύ σημαντικός. |
εκτίμηση, υπόληψηnom féminin (σεβασμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est tenu en haute estime par tous ses élèves. |
εκτίμηση, υπόληψη(respect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est monté dans mon estime. C'est un homme bien. Έχει ανέβει κατά πολύ στην εκτίμησή μου. Είναι καλός άνθρωπος. |
σεβασμός(gloire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο πυροσβέστης κέρδισε μεγάλο σεβασμό για το θάρρος του. |
εκτίμηση, υπόληψηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle est tenue en haute estime. Χαίρει υψηλής εκτίμησης. |
εκτίμηση(confiance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son honnêteté lui a valu ma plus grande estime. Την εκτιμώ για την ειλικρίνειά της. |
εκτίμηση, υπόληψηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai beaucoup d'estime pour Luke. |
διακεκριμένος,εξέχωνadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σεβαστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτιμώμενοςadjectif (prix) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
σεβασμός(admiration) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il travaillait dur pour gagner le respect de ses confrères. Δούλεψε σκληρά για να κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais preuve d'un peu de considération à l'égard de ton frère et invite-le à ta fête. Σκέψου λίγο τον αδερφό σου και κάλεσέ τον στο πάρτι. |
εκτιμώμενοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
υποθέτωverbe transitif (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda estimait que l'étranger avait à peu près 50 ans. Η Λίντα υπέθεσε ότι η ηλικία του ξένου θα ήταν γύρω στα πενήντα. |
εκτιμώ την αξίαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπολογίζω, εκτιμώverbe transitif (ότι κάτι είναι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marco estimait que ses chances de gagner étaient de 30%. Ο Μάρκο υπολόγισε ότι η πιθανότητα να κερδίσει είναι 30%. |
κοστολογώverbe transitif (coût, prix) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le commissaire-priseur a estimé le tableau à un demi-million d'euros. |
εκτιμώ, υπολογίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'estimerais le coût à cinq cent dollars. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα; |
εκτιμώverbe transitif (την αξία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La valeur de la société était estimée à 10 millions de dollars. Η αξία της εταιρείας εκτιμήθηκε στα 10 εκατομμύρια δολάρια. |
εκτιμώverbe transitif (un valeur, un montant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La valeur de la propriété a été estimée à un million d'euros. Εκτίμησαν την αξία της ιδιοκτησίας στο ένα εκατομμύριο Ευρώ. |
εκτιμώ, σέβομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron estimait énormément le travail de Charlotte. Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ. |
εκτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maison des Anderson a été estimée bien en dessous des prix actuels. Το σπίτι των Άντερσον εκτιμήθηκε κατά πολύ κάτω από την αξία της αγοράς. |
υπολογίζω, εκτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est difficile de calculer combien de temps le film va durer. |
εκτιμώ, υπολογίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'expert a estimé la valeur de la maison à 450 000 £. Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας. |
εκτιμώ, σέβομαιverbe transitif (κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle est très estimée (or: appréciée) par son supérieur. Χαίρει μεγάλης εκτίμησης από το αφεντικό της. |
υπολογίζω, εκτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il essaya d'estimer (or: d'évaluer) la distance avant de sauter. |
εκτιμώ, σέβομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans de nombreuses cultures, on respecte les artistes. |
θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'estime qu'il serait un immense honneur que de travailler avec vous. |
σέβομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce vieux professeur est porté en haute estime par ses pairs. |
θεωρώverbe transitif (κπ/κτ κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald insiste toujours pour rencontrer les petits amis de sa fille afin d'estimer s'ils paraissent convenables. Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα. |
εκτιμώ την αξίαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτιμώ την αξίαverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αισθάνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il estimait (or: Il pensait) que ce qu'elle avait fait était injuste. Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες. |
κρίνωverbe transitif (avoir une opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu dois faire ce que tu penses (or: estimes) être le mieux. |
εκτιμάω, εκτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Notre entreprise accorde de l'importance à ses collaborateurs. Η εταιρία μας λογαριάζει (or: υπολογίζει) τους ανθρώπους της. |
εκτιμάω, εκτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'expert va évaluer la maison. Ο ειδικός θα εκτιμήσει το σπίτι. |
κοστολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le marchand d'art fixa le prix du vase à six cents dollars. |
υποτιμημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Smith est un acteur sous-estimé qui mérite plus de reconnaissance. |
διαπρεπής(personne, endroit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποεκτιμημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
η αξία μου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτοσεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που έχει κοστολογηθεί, που έχει τιμολογηθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il est important de vous assurer que vos produits sont estimés à bon escient sur le marché. |
ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπήςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε υπόληψηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nombre de gens de par le monde tiennent la reine d'Angleterre en haute estime. |
αυτοσεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοσεβασμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποτίω φόρο τιμήςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτιμώ, έχω σε εκτίμησηverbe transitif (un peu soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron semble te tenir en haute estime. |
σκέφτομαι τα καλύτερα για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από κπlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La biographie de George Washington écrite par le professeur était tenue en haute estime par ses collègues historiens. |
μεγάλος σεβασμός για κπnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έχω σε μεγάλη εκτίμηση όσους βοηθάνε τους άλλους. |
υψηλή εκτίμηση, ιδιαίτερη εκτίμηση
|
αντιμετωπίζω πιο θετικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il serait mieux considéré s'il n'était pas aussi rigide. |
υπέρβασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le dépassement du coût estimé sur ce projet est inadmissible. |
εκτιμώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je sais qu'il est l'un des réalisateurs les plus populaires de tous les temps, mais je n'ai pas beaucoup d'estime pour son travail. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estimé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του estimé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.