Τι σημαίνει το estudiar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estudiar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estudiar στο ισπανικά.

Η λέξη estudiar στο ισπανικά σημαίνει σπουδάζω, μελετώ, μελετώ διεξοδικά, ψάχνω, αναζητώ, εξετάζω, μελετώ, ερευνώ, μελετώ, διαβάζω, ερευνώ, διαβάζω, κάνω, μελετάω, μελετώ, ερευνώ, διαβάζω, κάνω επανάληψη, βολιδοσκοπώ, διάβασμα, ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ, εξετάζω, σπουδάζω για να γίνω κτ, μελετώ για κτ, αξιολογώ την κατάσταση, εργάζομαι αργά το βράδυ, μελετώ τη νύχτα, σπουδάζω στο εξωτερικό, ξαναεξετάζω, ξανακοιτώ, ξαναερευνώ, μετράω, είμαι αντικαταστάτης, είμαι αντικαταστάτρια, σκοτώνομαι στο διάβασμα για κτ, στρώνομαι σε κτ, διαβάζω, αποστηθίζω, παρατηρώ τα πουλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estudiar

σπουδάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero estudiar derecho.
Θέλω να σπουδάσω νομική.

μελετώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si quieres sacar buenas calificaciones tienes que estudiar.
Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις.

μελετώ διεξοδικά

El comité estudiará los hallazgos de los expertos.

ψάχνω, αναζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos buscando maneras de mejorar nuestra efectividad.
Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας.

εξετάζω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El científico va a analizar los resultados.
Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα.

ερευνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective está investigando el asesinato.
Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο.

μελετώ, διαβάζω, ερευνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estudiaremos la historia de Holanda antes de visitar Ámsterdam.

διαβάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω

(διδάσκομαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aún no hemos estudiado trigonometría.
Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία.

μελετάω, μελετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi hijo está estudiando los clásicos en la Universidad de Cambridge.

ερευνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective investigó la pista.
Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία.

διαβάζω

(ES, coloquial) (εντατικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Carol intentó aprobar el examen empollando la noche anterior.
Η Κάρολ προσπάθησε να περάσει το τεστ διαβάζοντας την προηγούμενη νύχτα.

κάνω επανάληψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesito revisar los verbos irregulares para mi examen de francés de mañana.

βολιδοσκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El presidente viajó a las provincias para tantear el estado de ánimo de la gente.
Ο Πρόεδρος ταξίδεψε στην επαρχία για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του λαού.

διάβασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo que ponerme a estudiar para el examen de mañana.

ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me gusta investigar un tema antes de expresar una opinión.

εξετάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective analizó todas las posibilidades.
Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες.

σπουδάζω για να γίνω κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasó tres años afuera, supuestamente estudiando para ser arquitecto.
Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική.

μελετώ για κτ

Asegúrate de estudiar bien para los próximos exámenes.

αξιολογώ την κατάσταση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Antes de actuar, tenemos que estudiar la situación para tener claras nuestras opciones.
Πρέπει να αξιολογήσουμε την κατάσταση και να δούμε πως θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα.

εργάζομαι αργά το βράδυ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελετώ τη νύχτα

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σπουδάζω στο εξωτερικό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después del colegio secundario, ella quería estudiar en el extranjero.

ξαναεξετάζω, ξανακοιτώ, ξαναερευνώ

locución verbal (ξαναελέγχω δεδομένα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετράω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de una pelea evalúo al contrario para determinar si puedo vencerle.
Πριν από έναν καβγά μετράω τον άλλο για να καταλάβω εάν μπορώ να τον νικήσω.

είμαι αντικαταστάτης, είμαι αντικαταστάτρια

(actor) (με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Como un joven doctor, Colin se preparó para suplir a Sir John Gielgud.

σκοτώνομαι στο διάβασμα για κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρώνομαι σε κτ

locución verbal (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Elena estudió a fondo y aprobó las oposiciones.

διαβάζω

(ES, coloquial) (για κάτι: εντατικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Dan estuvo empollando toda la noche para el examen final y luego se quedó dormido durante el examen!
Ο Νταν έμεινε ξύπνιος όλο το βράδυ διαβάζοντας για την τελική εξέταση και μετά κοιμήθηκε κατά τη διάρκειά της!

αποστηθίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατηρώ τα πουλιά

locución verbal (ornitología)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los años, Allison va a Canadá a observar y estudiar los pájaros.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estudiar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του estudiar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.