Τι σημαίνει το examiner στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης examiner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του examiner στο Γαλλικά.
Η λέξη examiner στο Γαλλικά σημαίνει εξετάζω, ερευνώ, εξετάζω, εξετάζω, επεξεργάζομαι, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, επιθεωρώ, εξετάζω, ερευνώ, ασχολούμαι με κτ, χτενίζω, σκαλίζω, επιθεωρώ, υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο, μελετάω, μελετώ, ερευνώ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, μελετώ διεξοδικά, εξετάζω, εξερευνώ, οργώνω, χτενίζω, ψάχνω, ερευνώ, εξετάζω, ελέγχω εξονυχιστικά, ρίχνω μια ματιά σε κπ, ανακαλύπτω, συζητώ, αναλύω, εξετάζω, ερευνώ, γράφω κριτική για κτ, αναλύω, κοιτάζω, κατανοώ και τις δύο πλευρές, ρίχνω μια ματιά, επιθεωρώ, εξετάζω, εξετάζω προσεκτικά, εξετάζω προσεκτικά, πιο προσεκτική ματιά, χώνω τα νύχια μου, μπήγω τα νύχια μου, ελέγχω τους οικονομικούς πόρους, ψάχνω, στρώνομαι σε κτ, εξετάζω, περνάω από έλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης examiner
εξετάζω, ερευνώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police examina la scène du crime. Η αστυνομία ερεύνησε τον τόπο του εγκλήματος. |
εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξετάζωverbe transitif (Médecine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le docteur examinait (or: ausculta) le patient. Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή. |
επεξεργάζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai examiné mon budget et j'ai décidé de moins dépenser. Examine simplement la première partie du problème pour le moment. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laissez le docteur examiner vos rougeurs. Άφησε το γιατρό να ρίξει μια ματιά στο εξάνθημά σου. |
επιθεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le général a examiné les troupes. |
εξετάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερευνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασχολούμαι με κτverbe transitif Cet article examine les similarités dans les œuvres de ces deux philosophes. |
χτενίζω, σκαλίζωverbe transitif (des documents,...) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'inspecteur examinait les preuves, à la recherche d'indices. |
επιθεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur d'échecs examina l'échiquier avant son prochain coup. |
υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο(Médecine) (ιατρική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le médecin a examiné le patient minutieusement afin de trouver la source du problème. Η γιατρός υπέβαλε την ασθενή σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο, προκειμένου να βρει την αιτία του προβλήματος. |
μελετάω, μελετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deborah examinait un livre de cuisine italienne. |
ερευνώ(un problème,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο. |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle examina les possibilités et ce qu'il fallait faire ensuite. Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
εξετάζω, ερευνώ, μελετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chercheur a examiné (or: étudié) le sujet en détail. Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά. |
μελετώ διεξοδικάverbe transitif Le comité examinera les conclusions de la commission. |
εξετάζω, εξερευνώ(Médecine : une plaie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Μάλκολμ εξέτασε την τρύπα στο δόντι του με τη γλώσσα του. |
οργώνω, χτενίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a fouillé la maison pendant des heures mais n'a rien trouvé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οργώσαμε (or: χτενίσαμε) τη γειτονιά, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τον σκύλο. |
ψάχνω, ερευνώ(une pièce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a fouillé tout le bâtiment mais il n'y avait aucune trace du ravisseur. Η αστυνομία έψαξε το κτίριο, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη του απαγωγέα. |
εξετάζω(une piste, idée, possibilité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détective a exploré toutes les possibilités. Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες. |
ελέγχω εξονυχιστικά
Examinons minutieusement ces chiffres et voyons si le compte est bon. |
ρίχνω μια ματιά σε κπverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακαλύπτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώ(d'un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est une longue histoire : ne discutons pas de ça maintenant. Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα. |
εξετάζω, ερευνώ(sur une affaire, un meurtre,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η δημοσιογράφος εξέτασε τα στοιχεία για να χτίσει το ρεπορτάζ της. |
γράφω κριτική για κτ(critiquer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le reporter a passé en revue (or: examiné) le nouveau produit pour le journal. Ο ρεπόρτερ έγραψε μια κριτική για το νέο προϊόν στην εφημερίδα. |
αναλύωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il la regarda de l'autre côté de la pièce, ce qui la rendait nerveuse. Την έκοψε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα. |
κατανοώ και τις δύο πλευρές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μια ματιά
|
επιθεωρώ, εξετάζωverbe transitif (προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inspectez minutieusement la voiture avant de signer le formulaire. Εξέτασε (or: επιθεώρησε) προσεκτικά το αυτοκίνητο πριν υπογράψεις τη φόρμα. |
εξετάζω προσεκτικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut y regarder de près avant de signer un document. |
εξετάζω προσεκτικά
L'inspecteur a examiné les preuves sous toutes les coutures. |
πιο προσεκτική ματιά(σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώνω τα νύχια μου, μπήγω τα νύχια μουverbe transitif (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'homme examina la paroi du puits, à la recherche d'un moyen de sortir. |
ελέγχω τους οικονομικούς πόρουςlocution verbale (για χορήγηση επιδόματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάχνω(κάτι για κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police ratissa en vain la forêt pour trouver le suspect. Η αστυνομία χτένισε το δάσος για να βρει τον ύποπτο αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει. |
στρώνομαι σε κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
εξετάζω(Médecine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο γιατρός έκανε εξετάσεις φυματίωσης στον Μαρκ. |
περνάω από έλεγχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les bureaux gouvernementaux doivent vérifier attentivement toutes les nouvelles recrues. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του examiner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του examiner
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.