Τι σημαίνει το exchange στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exchange στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exchange στο Αγγλικά.

Η λέξη exchange στο Αγγλικά σημαίνει ανταλλαγή, ανταλλαγή, αλλαγή, συζήτηση, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω, αλλάζω, αλλαγή, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, συναλλαγματική, στρατιωτικό πρατήριο, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα, Κολομβιανή Ανταλλαγή, ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων, υπηρεσία συναλλάγματος, ΜΣΙ, διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο, ανταλλάσσω χαιρετισμούς, ισοτιμία, μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, μαθητής προγράμματος ανταλλαγής, ισοτιμία, διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο, χρηματιστήριο, σταθερή ισοτιμία, συνάλλαγμα, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, ανταλλαγή δώρων, σε αντάλλαγμα, για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα, πλασμαφαίρεση, συναλλαγματική ισοτιμία, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, χρηματιστήριο, χρηματιστήριο, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανταλλαγή φοιτητών, τηλεφωνικό κέντρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exchange

ανταλλαγή

noun (trade) (πραγμάτων, ιδεών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was happy with the exchange of cheese for sweets.
Χάρηκε με την ανταλλαγή του τυριού με γλυκά.

ανταλλαγή

noun (interchange)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a great exchange of ideas at the conference.
Έγινε ωραία ανταλλαγή απόψεων στο συνέδριο.

αλλαγή

noun (currency: transfer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The currency exchange occurred rapidly.
Η αλλαγή συναλλάγματος έγινε πολύ γρήγορα.

συζήτηση

noun (conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After a short exchange, they decided to accept the offer.
Μετά από μια σύντομη συζήτηση, αποφάσισαν να αποδεχτούν την προσφορά.

ανταλλάζω, ανταλλάσσω

transitive verb (reciprocally give, receive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many families exchange gifts on Christmas.
Πολλές οικογένειες ανταλλάζουν δώρα τα Χριστούγεννα.

ανταλλάσσω

transitive verb (give, receive the same) (κάτι με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They exchanged phone numbers.
Αντάλλαξαν τηλέφωνα.

αλλάζω

transitive verb (replace, swap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This TV is defective. I want to exchange it.
Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω.

αλλάζω

transitive verb (currency: transfer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He exchanged dollars for euros.
Άλλαξε τα δολάρια με ευρώ.

αλλαγή

noun (US (store: replacement item)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hi, I have an exchange. The blender you sold me doesn't work.
Γεια, χρειάζομαι μια αλλαγή. Το μπλέντερ που μου πουλήσατε δε δουλεύει.

ανταλλάζω, ανταλλάσσω

transitive verb (prisoners)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two warring countries exchanged their prisoners at the border.
Οι δυο εμπόλεμες χώρες έκαναν ανταλλαγή αιχμαλώτων στα σύνορα.

συναλλαγματική

noun (order for payment)

The exporter sent a bill of exchange for the value of the goods.

στρατιωτικό πρατήριο

noun (US, initialism (base exchange)

μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα

noun (service: changes notes for coins)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In traditional arcades, there is usually a coin exchange.

μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα

noun (apparatus: dispenses coins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Κολομβιανή Ανταλλαγή

noun (historical (15th-century trade)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων

(exchange between cultures)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπηρεσία συναλλάγματος

noun (foreign money-changing service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most international airports have a currency exchange.

ΜΣΙ

noun (initialism (European Exchange Rate Mechanism) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The ERM was established in 1979.

διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο

noun (initialism (finance: exchange-traded fund)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανταλλάσσω χαιρετισμούς

(greet [sb] politely)

ισοτιμία

noun (relative value of currency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The current exchange rate makes it expensive for Americans to travel in Europe.
Η τρέχουσα ισοτιμία καθιστά ακριβά τα ταξίδια στην Ευρώπη για τους Αμερικανούς.

μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών

noun (European financial system)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μαθητής προγράμματος ανταλλαγής

noun ([sb] who studies abroad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My parents hosted an exchange student from Finland last year.

ισοτιμία

noun (currency: comparative worth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο

noun (finance: investment package)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χρηματιστήριο

noun (stock market)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every country has their own financial exchange, and the largest one in the US is called the New York Stock Exchange.

σταθερή ισοτιμία

noun (finance: set rate of exchange)

συνάλλαγμα

noun (system: exchanging currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών

noun (US (students' overseas study scheme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A foreign exchange program is an excellent way of learning about the culture and people of another country.

ανταλλαγή δώρων

noun (seasonal present swapping)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The gift exchange will take place after the Christmas dinner.

σε αντάλλαγμα

adverb (in return)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I give you this book, what will you give me in exchange?
Αν σου δώσω αυτό το βιβλίο, τι θα μου δώσεις σε αντάλλαγμα;

για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα

preposition (in return for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The little boy woke to find that the Tooth Fairy had left him a shiny coin in exchange for his tooth.
Το μικρό αγόρι ξύπνησε και είδε ότι η Νεράιδα των Δοντιών του είχε αφήσει ένα γυαλιστερό νόμισμα ως αντάλλαγμα για το δόντι του.

πλασμαφαίρεση

noun (transfusion of white blood cells) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συναλλαγματική ισοτιμία

(exchange rate)

πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία

noun (value of a currency in relation to another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών

noun (reciprocal visits abroad by school pupils)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Our daughter went to France on the school exchange, and Emilie and Stéphanie came to stay with us in the U.S.

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

noun (US, acronym (law: Securities and Exchange Commission) (των ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The SEC has five commissioners who are chosen by the President.

χρηματιστήριο

noun (financial trading venue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All of the bankers had their offices near the stock exchange.
Όλοι οι τραπεζίτες είχαν τα γραφεία τους κοντά στο χρηματιστήριο.

χρηματιστήριο

noun (business: financial trading)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He works in government now but he made his money on the stock exchange.
Τώρα δουλεύει για την κυβέρνηση άλλα έκανε την περιουσία του στο χρηματιστήριο.

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

noun (enforces securities laws)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανταλλαγή φοιτητών

noun (reciprocal study visits abroad)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεφωνικό κέντρο

noun (where phone calls are connected)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exchange στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του exchange

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.