Τι σημαίνει το extraer στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης extraer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extraer στο ισπανικά.
Η λέξη extraer στο ισπανικά σημαίνει εξάγω, αποσπώ, στραγγίζω, αφαιρώ, ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω, εξορύσσω, σκάβω, κάνω γεώτρηση, αντλώ, καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκα, αφαιρώ, συλλέγω, αφαιρώ, σκάβω, βγάζω, βγάζω, βγάζω, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, κόβω, αντλώ, εξάγω, αντλώ, σηκώνω, τραβάω, βγάζω, βγάζω, σκίζω, μεταγγίζω εφαρμόζοντας την αρχή λειτουργίας του σίφωνα, αποσπώ κτ από κτ, ρουφώ το αίμα, εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ, αντλώ τον χυμό από κτ, παίρνω τον χυμό από κτ, τραβάω τον χυμό από κτ, αντλώ κτ από κτ, κάνω βδελλοθεραπεία, ξεσποριάζω, αντλώ, παίρνω, βγάζω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης extraer
εξάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al dentista solo le llevó unos pocos segundo extraer el diente. Ο οδοντογιατρός χρειάστηκε λίγο μόνο δευτερόλεπτα για να αφαιρέσει το δόντι. |
αποσπώ(πληροφορίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hacker extrajo información confidencial del sitio web del gobierno. Ο χάκερ απέσπασε ορισμένες ευαίσθητες πληροφορίες από την ιστοσελίδα της κυβέρνησης. |
στραγγίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El doctor tuvo que usar una aguja larga para extraer el líquido de mi rodilla inflamada. |
αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los médicos extrajeron el tumor, eliminando el cáncer. Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό. |
ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las aspiradoras extraen las partículas de polvo de las alfombras y otras superficies. Οι ηλεκτρικές σκούπες τραβάνε τα σωματίδια σκόνης από τα χαλιά και άλλες επιφάνειες. |
εξορύσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos extraían oro de la montaña. Εξόρυξαν χρυσό από εκείνο το βουνό. |
σκάβω(έμφαση στη διαδικασία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los extractores del siglo XVIII usaban picos y barretas para extraer piedra. Τον 18ο αιώνα, οι εργάτες των λατομείων χρησιμοποιούσαν αξίνες και λοστούς για να βγάλουν πέτρες. |
κάνω γεώτρηση(για να βρω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía planea empezar a extraer petróleo en aguas árticas. |
αντλώ(γάλα από το στήθος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La madre lactante se extrae la leche para su infante. Η θηλάζουσα μητέρα αντλεί γάλα για το μωρό της. |
καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκα(placa dental) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El dentista le extrajo la placa dental al paciente. |
αφαιρώ, συλλέγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El criador de serpientes extrajo el veneno de la cobra. Ο γητευτής αφαίρεσε (or: έβγαλε) από την κόμπρα το δηλητήριό της. |
αφαιρώverbo transitivo (un órgano para trasplante) (για μεταμόσχευση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía arrestó a una pandilla que extraía órganos a gente vulnerable. |
σκάβω, βγάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los mineros extraen carbón aquí desde hace años. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me acaban de extraer una muela y duele mucho. Μόλις έβγαλα ένα δόντι και πονάω. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El dentista sacó el diente infectado. |
βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvieron que sacarle un diente que tenía cariado. Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει. |
κόβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El director sacó la escena en la versión final de la película. Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας. |
αντλώ, εξάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los granjeros tienen el derecho de retirar agua del pozo |
αντλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Antes de que la gente tuviera agua corriente en sus casas, tenían que ir a un pozo para sacar agua. |
σηκώνω, τραβάω, βγάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él saca cincuenta dólares de mi cuenta cada viernes. |
βγάζωverbo transitivo (συμπέρασμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes sacar la conclusión que quieras, pero creo que él lo hizo. |
σκίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cita, que fue extraída de un recorte del periódico, me dejó atónito. |
μεταγγίζω εφαρμόζοντας την αρχή λειτουργίας του σίφωνα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy sacó con un sifón la gasolina de su auto. |
αποσπώ κτ από κτ(με δυσκολία) |
ρουφώ το αίμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ
Los trabajadores derivan la cocaína de las hojas de la planta de coca. Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας. |
αντλώ τον χυμό από κτ, παίρνω τον χυμό από κτ, τραβάω τον χυμό από κτ(árbol) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane extrajo la savia del tronco. Η Τζέιν άντλησε τον χυμό από τον κορμό. |
αντλώ κτ από κτ
Los datos se han abstraído de noticias en línea. |
κάνω βδελλοθεραπείαlocución verbal (σε κπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El médico extrajo sangre de su paciente con sanguijuelas para diluir su sangre. |
ξεσποριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντλώ, παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Obtiene su inspiración de su pasado. |
βγάζω κτ από κτ
Marta extrajo agua del pozo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extraer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του extraer
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.