Τι σημαίνει το faltar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης faltar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του faltar στο πορτογαλικά.

Η λέξη faltar στο πορτογαλικά σημαίνει δεν έχω πολύ κτ, στερούμαι, έχω έλλειψη σε, παραλείπω, μένω, απομένω, υπεκφεύγω, δεν μου δίνεται ευκαιρία, δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, παίρνω άδεια, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω, κάνω κοπάνα, σχεδόν, λίγο λιγότερο από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης faltar

δεν έχω πολύ κτ

verbo transitivo (não ter suficiente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στερούμαι, έχω έλλειψη σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όποιος διακόσμησε αυτό το δωμάτιο στερείται καλού γούστου. Ότι ελλείψεις έχουμε σε εμπειρία, τις αναπληρώνουμε με τον ενθουσιασμό μας.

παραλείπω

verbo transitivo (não comparecer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu faltei à reunião porque estava muito ocupado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έκανα κοπάνα από το σχολείο, γιατί βαριόμουν.

μένω, απομένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ainda faltam dez milhas.
Απομένουν άλλα δέκα μίλια.

υπεκφεύγω

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν μου δίνεται ευκαιρία

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν έχω χρόνο για ψιλοκουβέντα.

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(informal, ser faltoso às aulas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μετανιώνω που έκανα κοπάνες στο σχολείο.

παίρνω άδεια

(tirar folga do trabalho) (από τη δουλειά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Παίρνω άδεια για να δω φίλους που δεν έχω δει εδώ και χρόνια. Πήρε άδεια για να πάει διακοπές στη Μαδρίτη.

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(ausentar-se da escola) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desde que a mulher dele ficou doente, ele tem sido negligente no trabalho.
Από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του, τεμπελιάζει στη δουλειά.

κάνω κοπάνα

(faltar às aulas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχεδόν

locução verbal

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Só falta colocar calda no bolo.
Σχεδόν το τελείωσες εκείνο το κέικ.

λίγο λιγότερο από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou sentindo falta dos 300 dólares que preciso para comprar o novo rádio.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του faltar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.