Τι σημαίνει το firing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης firing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του firing στο Αγγλικά.

Η λέξη firing στο Αγγλικά σημαίνει εκπυρσοκρότηση, απόλυση, ξεκίνημα, άναμμα, ψήσιμο, φωτιά, φωτιά, φωτιά, πυροβολώ, απολύω, πυροβολώ, πυροβολώ, λάμψη, ζήλος, μεγάλη δοκιμασία, πυροβολισμός, καίγομαι, λάμπω, φέγγω, παθιάζομαι, παίρνω μπρος, πυροδοτώ, ανάβω, τροφοδοτώ, βάζω μπρος, ψήνω, ανάβω, εξάπτω, ρίχνω, πετώ, πυροβολώ, πυροβολώ, πυροβολώ, σκοτώνω, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, πυροβολώ, γυρίζω, τραβάω, τραβώ, φτου, βλαστάρι, κυνήγι, γύρισμα, φωτογράφιση, σουτάρω, ρίχνω, ρίχνω, τρέχω, φωτογραφίζω, γυρίζω, σουτάρω, διαπερνώ, λέω, καταγράφω, προσδιορίζω τη θέση, ρίχνω, πετυχαίνω, φωτογραφίζω, σουτάρω, πρώτη γραμμή πυρός, πρώτη γραμμή πυρός, επικρουστήρας, σκοπευτήριο, ταχυβολία, εκτελεστικό απόσπασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης firing

εκπυρσοκρότηση

noun (of weapon) (συχνά ακούσια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The firing of your weapon was totally unjustified.
Δεν είχες κανένα λόγο να πυροβολήσεις.

απόλυση

noun (informal (of employee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The firing was handled poorly and the former employee had every right to file a legal complaint.

ξεκίνημα, άναμμα

noun (ignition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gary was woken up by the firing of an engine.

ψήσιμο

noun (ceramics, kiln) (σε κλίβανο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Firing hardens ceramics and makes them more durable.

φωτιά

noun (combustion) (καύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fire produces heat and light.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η πυρκαγιά ξέσπασε γρήγορα στο δάσος.

φωτιά

noun (in a building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a fire in an old warehouse nearby.
Η παλιά αποθήκη εδώ κοντά άρπαξε φωτιά.

φωτιά

noun (for cooking, camping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They hung a kettle over the fire.
Έβαλαν μια κατσαρόλα πάνω στη φωτιά.

πυροβολώ

transitive verb (gun: shoot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They fired their guns.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ληστής πυροβόλησε την ηλικιωμένη.

απολύω

transitive verb (US (dismiss from work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fired him for being late each morning.
Πήρε πόδι γιατί ερχόταν αργά κάθε πρωί.

πυροβολώ

intransitive verb (shoot a weapon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aim your weapon, then fire.
Σημάδεψε με το όπλο σου και μετά πυροβόλησε.

πυροβολώ

(shoot a weapon at) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers were firing at the enemy.
Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τον εχθρό.

λάμψη

noun (figurative (gem brilliance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diamonds must be cut to show their fire.

ζήλος

noun (figurative (ardour)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was full of fire and energy.

μεγάλη δοκιμασία

noun (figurative (arduous trial)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He went through fire to try to find her again.

πυροβολισμός

noun (guns, firearms: shooting)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He could hear the fire of guns nearby.

καίγομαι

intransitive verb (burn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kindling began to fire.

λάμπω, φέγγω

intransitive verb (very dated, poetic, figurative (glow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dawn fired in the east.

παθιάζομαι

intransitive verb (figurative (become passionate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fired and fumed at the news.

παίρνω μπρος

intransitive verb (have ignition in a cylinder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eventually, the engine fired and they drove home.

πυροδοτώ

intransitive verb (neuron activity)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The neurologist ordered several tests to determine whether the patient's neurons were firing properly.

ανάβω

transitive verb (set alight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fired the big pile of rubbish they had collected.

τροφοδοτώ

transitive verb (supply fuel) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should fire the boiler with anthracite coal.

βάζω μπρος

transitive verb (ignite)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Go ahead and fire the engine.

ψήνω

transitive verb (kiln)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The potter fires her stoneware in a kiln.

ανάβω

transitive verb (figurative (emotions: inflame) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her kiss fired his passion even more.

εξάπτω

transitive verb (figurative (inspire) (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sight fired her imagination.

ρίχνω, πετώ

transitive verb (figurative (throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fired a ball through the open window.

πυροβολώ

intransitive verb (fire a gun)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert's father taught him to shoot when he was a little boy.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

πυροβολώ

(fire a gun at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers shot at the enemy.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ (or: έβαλαν) κατά του εχθρού.

πυροβολώ

transitive verb (gun: fire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shot the gun.
Πυροβόλησε.

σκοτώνω

transitive verb (kill with gun, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Where did you shoot that deer?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

(wound by firing gun, etc.)

The soldier was shot in the leg.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

πυροβολώ

transitive verb (execute by gunfire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prisoner was shot by the firing squad.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέσπασαν επεισόδια και οι δεσμοφύλακες πυροβόλησαν τον επίδοξο δραπέτη.

γυρίζω

transitive verb (film) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are shooting the movie in Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (photo: take) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer shot 50 photos.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

φτου

interjection (US, slang, euphemism (annoyance) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Shoot! I forgot his birthday!
Φτου, να πάρει! Ξέχασα τα γενέθλιά του!

βλαστάρι

noun (botany: sprout)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From the eight seeds we got five shoots growing.

κυνήγι

noun (hunt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They went on a turkey shoot.

γύρισμα

noun (informal (filming session)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shoot will be on location in Iceland.

φωτογράφιση

noun (informal (photo shoot: photography session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Zelda is at the shoot working as a camera assistant.

σουτάρω

intransitive verb (sport: aim at goal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The basketball player decided to pass instead of shoot.

ρίχνω

intransitive verb (pool, billiards: play, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn to shoot. Try to knock the 7-ball in.

ρίχνω

intransitive verb (play marbles)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The experienced marble player was able to shoot very well.

τρέχω

intransitive verb (informal (move quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kid shot across the field to get the ball.
Το παιδί τσακίστηκε να φτάσει στην άλλη πλευρά του γηπέδου για να πιάσει την μπάλα.

φωτογραφίζω

intransitive verb (photograph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You better shoot before it gets too dark!

γυρίζω

intransitive verb (film)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They shot all day long, but got the scenes that they wanted.

σουτάρω

intransitive verb (ball: aim at target)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shot just as time ran out in the game.

διαπερνώ

intransitive verb (pain: pass through body)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pain shot up his arm after he hit his elbow.
Όταν χτύπησε τον αγκώνα του, ο πόνος διαπέρασε όλο το μπράτσο του.

λέω

intransitive verb (slang (speak)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I want to hear your opinion. When you're ready, shoot.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο!

καταγράφω

transitive verb (take seismic reading)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The geologists will shoot and interpret the seismic data for you.

προσδιορίζω τη θέση

transitive verb (star, planet: site)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The captain used a sextant to shoot the sun.

ρίχνω

transitive verb (dice: throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn. Shoot the dice!

πετυχαίνω

transitive verb (golf: play, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I shot a 69 yesterday!

φωτογραφίζω

transitive verb (take a photo of) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fashion model allows only a few photographers to shoot pictures of her.

σουτάρω

transitive verb (ball: aim at goal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The footballer shot the ball between the posts.

πρώτη γραμμή πυρός

noun (literal (military: positions for firing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier stepped up to the firing line, took aim and fired.

πρώτη γραμμή πυρός

noun (figurative (most vulnerable positions) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When things went wrong, Fred's secretary was always in the firing line.

επικρουστήρας

(weapon mechanism) (όπλου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκοπευτήριο

noun (venue for shooting practice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can practice shooting at the firing range.

ταχυβολία

noun (speed of rounds fired by a weapon) (όπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτελεστικό απόσπασμα

noun (soldiers: carry out execution)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Deserters were executed by firing squad.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του firing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του firing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.