Τι σημαίνει το folding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης folding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του folding στο Αγγλικά.

Η λέξη folding στο Αγγλικά σημαίνει πτυσσόμενος, αναδιπλούμενος, απαλό ανακάτεμα, διπλώνω, φαλιρίζω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, υποχωρώ, κλείνω, σφίγγω, μαζεύω, διπλώνω, πτυχή, μαντρί, εκκλησία, πάω πάσο, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, σταυρώνω, πτυσσόμενο κρεβάτι, σπαστό κρεβάτι, σπαστή καρέκλα, δίπλωμα χαρτιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης folding

πτυσσόμενος, αναδιπλούμενος

adjective (furniture: that folds up) (έπιπλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stack the folding chairs there in the corner.

απαλό ανακάτεμα

noun (cookery: gentle mixing) (μαγειρική)

Don't rush the folding; if you do, your cake won't be light and fluffy.

διπλώνω

transitive verb (crease, double over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tyler folded the paper into a triangle.
Ο Τάιλερ δίπλωσε το χαρτί σε ένα τρίγωνο.

φαλιρίζω

intransitive verb (figurative, informal (business: fail) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company folded because of the recession.
Η εταιρεία φαλίρισε λόγω της ύφεσης.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι

intransitive verb (figurative (end, close)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The show is due to fold next week.

υποχωρώ

intransitive verb (figurative (give in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison was determined to get her way, so Karen folded in the end.

κλείνω, σφίγγω

transitive verb (hug) (στα χέρια, στην αγκαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah's mother folded her into an embrace.
Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της.

μαζεύω, διπλώνω

transitive verb (bird, insect: wings)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bird landed and folded his wings.
Το πουλί προσγειώθηκε και μάζεψε τα φτερά του.

πτυχή

noun (crease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Crumbs from Peter's lunch got stuck in the folds of his shirt.
Ψίχουλα από το μεσημεριανό του Πίτερ κόλλησαν στις πτυχές του πουκαμίσου του.

μαντρί

noun (pen for sheep, livestock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shepherd found the lamb and returned it to the fold.
Ο βοσκός βρήκε το αρνί και το επέστρεψε στο μαντρί.

εκκλησία

noun (figurative (church)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The preacher tried to bring new converts into the fold.
Ο ιεροκήρυκας προσπάθησε να προσηλυτίσει νέους πιστούς στο ποίμνιο.

πάω πάσο

intransitive verb (figurative (quit in poker)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard decided to fold rather than to risk all of his money.
Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω

transitive verb (figurative (bring to a close)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're folding the play at the end of the season.

σταυρώνω

transitive verb (hands, arms: clasp or cross)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cindy sat quietly, with her hands folded in her lap.

πτυσσόμενο κρεβάτι, σπαστό κρεβάτι

noun (bed that folds away, camp bed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She took the folding bed out of the closet for her guest to sleep on.

σπαστή καρέκλα

noun (collapsible chair)

δίπλωμα χαρτιού

noun (origami) (χειροτεχνία: τέχνη, τεχνική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Origami is the Japanese art of paper folding.
Το οριγκάμι είναι ιαπωνική τέχνη διπλώματος του χαρτιού.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του folding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του folding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.