Τι σημαίνει το forçar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης forçar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forçar στο πορτογαλικά.
Η λέξη forçar στο πορτογαλικά σημαίνει παραβιάζω, κάνω κάτι να περάσει, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκασμός, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, ανοίγω, επιβάλλω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω κτ σε κπ, επιβάλλω, ανοίγω, κάνω κάτι βίαια, απότομα, εξαναγκάζω, χώνω κτ με το ζόρι, πιέζω, πετάω κτ σε κτ, πιέζω κπ να κάνει κτ, αναγκάζω, επιμένω, υποτάσσω, στρατολογώ δια της βίας, πιέζω, ανοίγω με λοστό, στριμώχνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, σπρώχνω, περνάω κτ μέσα από κτ, σπρώχνω, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, στέλνω, πιέζω, τραβάω, τραβώ, πιέζω, φτάνω στα άκρα, μετακινώ βιαστικά, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, σφηνώνω, σπρώχνω, επιβάλλω, χώνω κτ σε κτ, αναγκάζω, υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, μπαίνω με τη βία, το παρακάνω, μπαίνω με τη βία, παραβιάζω την κλειδαριά, σκάω χαμόγελο, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, επιβάλλομαι σε κπ, φέρνω σε θέση πρηνισμού, παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο, ανοίγω με το ζόρι, ανεβάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης forçar
παραβιάζωverbo transitivo (ασκώ φυσική δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A polícia forçou a porta. Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα. |
κάνω κάτι να περάσειverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Através do poder da persuasão, fomos capazes de forçar o problema. Με τη δύναμη της πειθούς, μπορέσαμε να κάνουμε το ζήτημα να περάσει. |
αναγκάζω, υποχρεώνω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pai dele obrigou ele a tirar o lixo. Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια. |
αναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pai dele o obrigou a levar o lixo para fora. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια. |
εξαναγκασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) William era contra forçar as pessoas a entrarem para o exército. |
επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόριverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοίγωverbo transitivo (abrir puxando) (με σήκωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλω(forçar a aceitar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω, εξαναγκάζω(persuadir forçosamente alguém a fazer algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel não queria ir na viagem, mas os outros a forçaram. |
εξαναγκάζω(figurado) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλω κτ σε κπ(figurado) |
επιβάλλω(figurado) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os pais de Imogen a forçaram a uma carreira na advocacia desde jovem. Οι γονείς της Ίμογκεν της επέβαλλαν από μικρή ηλικία μια καριέρα ως δικηγόρος. |
ανοίγω(με εργαλείο, σήκωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os ladrões forçaram a porta com um pé de cabra. Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με λοστό. |
κάνω κάτι βίαια, απότομαverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαναγκάζω(figurado, a fazer algo) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χώνω κτ με το ζόρι(figurado) (μεταφορικά, καθομ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιέζωverbo transitivo (κπ, κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O homem estranho na esquina estava tentando forçar os passantes a comprarem cocaína. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο περίεργος άνδρας στη γωνία προσπαθούσε να πείσει τους περαστικούς να αγοράσουν κοκαΐνη. |
πετάω κτ σε κτ(μεταφορικά: σε κουβέντα) |
πιέζω κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναγκάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu não vou! Você não pode me forçar. Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις! |
επιμένωverbo transitivo (persistir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não concordo! Você poderia parar de forçar. |
υποτάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O ditador forçou o povo às suas vontades. |
στρατολογώ δια της βίαςverbo transitivo (convocar alguém à força) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιέζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela foi forçada a casar quando ela era muito jovem. |
ανοίγω με λοστόverbo transitivo (abrir com alavanca) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στριμώχνωverbo transitivo (forçar ajuste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τον ανάγκασαν (or: εξανάγκασαν) να πει ψέματα ενώ εκείνος δεν ήθελε. |
αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω κπ να κάνει κτverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A divisão de tanques colocou forçou a infantaria inimiga a se retirar. |
σπρώχνω(empurrar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele pressionou a mesa para movê-la. Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί. |
περνάω κτ μέσα από κτ(ανεπίσημο, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπρώχνω(mover ou empurrar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω κπ να φύγει από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στέλνω(forçar a ir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιέζω(forçar para baixo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode apertar minha mala para que eu possa fechá-la? Μπορείς να πιέσεις τη βαλίτσα μου για να μπορέσω να την κλείσω; |
τραβάω, τραβώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O animal puxou contra a corda. Το ζώο τραβούσε το σχοινί. |
πιέζω(coação) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As crianças mais velhas coagiram Ben a roubar alguns doces. |
φτάνω στα άκρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gastos generosos forçaram as finanças dele ao limite. |
μετακινώ βιαστικά(κατά λέξη) A segurança empurrou o político para fora da sala depois da tentativa de assassinato. Η φρουρά του φυγάδευσε γρήγορα τον πολιτικό έξω από το δωμάτιο μετά την απόπειρα δολοφονίας. |
αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζωverbo transitivo (κπ, κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφηνώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan introduziu o livro à força entre os outros na estante. Ο Άλαν σφήνωσε το βιβλίο ανάμεσα στα υπόλοιπα που ήταν τοποθετημένα στο ράφι. |
σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina forçou Bernard para fora de seu caminho. O jogador de rugby bateu em seu adversário. Η Τίνα έσπρωξε τον Μπέρναρντ από τον δρόμο της. |
επιβάλλωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χώνω κτ σε κτverbo transitivo (usar força para) Paul tentou enfiar um dólar na máquina de vendas, mas ela não funcionou. Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε. |
αναγκάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles forçaram o refém a falar os nomes que eles queriam. |
υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu não consigo me forçar a ver um filme violento. |
αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει κτverbo pronominal/reflexivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω με τη βία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το παρακάνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω με τη βίαexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραβιάζω την κλειδαριάexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκάω χαμόγελο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας(forçar a quantidade de ofertas a subir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα. |
επιβάλλομαι σε κπ
|
φέρνω σε θέση πρηνισμούverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρασύρω κτ μέσα σε κόλποexpressão verbal (άνεμος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοίγω με το ζόριlocução verbal (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forçar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του forçar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.