Τι σημαίνει το frappant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης frappant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frappant στο Γαλλικά.

Η λέξη frappant στο Γαλλικά σημαίνει εντυπωσιακός, εντυπωσιακός, εντυπωσιακός, αξιοπρόσεκτος, συναρπαστικός, ζωντανός, έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, χτύπημα, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, πλήττω, πατάσσω, χτυπάω, κοπανάω, δένω, απομακρύνω, χτυπώ, πλήττω, πατάσσω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, χτυπώ με ρόπαλο, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω, χτυπάω, χτυπώ, πέφτω, καρφώνω, χτυπάω, χτυπώ, πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ, χτυπάω, χτυπώ, βαράω, δέρνω, μαστιγώνω, ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ, ρίχνω, δίνω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω, στέλνω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, χτύπημα, πλήγμα, βαράω, κοπανάω, χτυπάω, κοπανάω, βαράω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, δέρνω, ταλανίζω, χαστουκίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, επιτίθεμαι, σουτάρω, εκπλήσσω, πλήττω, έρχομαι σε επαφή, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, βάζω κτ να κρυώσει, χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, μαστίζω, βαράω, χτυπάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης frappant

εντυπωσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La beauté frappante (or: saisissante) d'Adele faisait craquer les hommes.
Η εντυπωσιακή ομορφιά της Αντέλ έκανε όλους τους άντρες να πέφτουν στα πόδια της.

εντυπωσιακός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ressemblance de la fille avec sa mère était frappante.
Ήταν εντυπωσιακή η ομοιότητα της κόρης με τη μητέρα της.

εντυπωσιακός, αξιοπρόσεκτος, συναρπαστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζωντανός

adjectif (αφήγηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'histoire frappante (or: vivante) a captivé les auditeurs.
Η γλαφυρή ιστορία τράβηξε το ενδιαφέρον των ακροατών.

έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son jeu a été exceptionnel (or: extraordinaire) au cours de ce match ; on ne devrait pas s'attendre à revoir de telles prouesses de sitôt.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο τρόπος που έπαιξε σε αυτόν τον αγώνα ήταν έξοχος (or: εξαιρετικός), και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε να ξαναδούμε τέτοιο επίπεδο από αυτόν ξανά σύντομα.

χτύπημα

verbe transitif ([qqn] ou [qch])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Greg était vraiment énervant à frapper ainsi sur sa batterie.
Το χτύπημα του Γκρεγκ σε εκείνο το ντραμ είναι πραγματικά εκνευριστικό.

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure.

χτυπάω

verbe transitif (une chose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a frappé le bureau du poing pour bien se faire entendre.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il frappa son frère dans le ventre avec son poing.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un supporter a frappé l'arbitre à la tête avec sa chaise.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

πλήττω, πατάσσω

verbe transitif (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le garçon avait peur que Dieu ne le frappe pour avoir menti.

χτυπάω, κοπανάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

(Marine, technique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boxeur a frappé son adversaire.
Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του.

πλήττω, πατάσσω

verbe transitif (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jeune soldat fut frappé par la foudre de Zeus.

χτυπάω, χτυπώ

(στο κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lors du match de base-ball, le coup de Derek a frappé Jérémy en plein dans la tête.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπέιζμπολ, η βολή του Ντέρεκ βρήκε τον Τζέρεμι κατακέφαλα.

χτυπάω, χτυπώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au début, les tambours frappent un rythme ; puis les autres musiciens s'y joignent progressivement.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily a frappé la balle très haut vers la gauche.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim m'a frappé derrière la tête avec le dos de sa main.
Ο Τζιμ με χτύπησε στο κεφάλι με το πίσω μέρος του χεριού του.

χτυπώ με ρόπαλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La victime a été frappée avec un objet lourd.

χτυπάω, χτυπώ

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rhonda tapait le derrière de son fils lorsqu'il disait des gros mots.

πλήττω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouragan nous a frappés sans prévenir.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (foudre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο.

ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω

(αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lorsqu'un membre de la foule lui a jeté un œuf, la femme politique s'est retournée pour le frapper.
Όταν κάποιος από το πλήθος έριξε ένα αυγό πάνω της, η πολιτικός γύρισε και του έριξε μια μπουνιά που τον έκανε να πέσει κάτω.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malgré ses supplications, elle continua à frapper.
Παρά τις παρακλήσεις του, αυτή συνέχισε να βαράει.

πέφτω

verbe transitif (foudre) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorsque la foudre frappe un objet, la couleur de celui-ci peut être déterminée par la longueur des ondes qui s'en échappent.

καρφώνω

verbe transitif (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le batteur a frappé la balle avec force.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a frappé son ami sur l'épaule.

πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ

verbe transitif

La pomme est tombée et a frappé le toit de la maison avant d'atterrir dans le jardin.

χτυπάω, χτυπώ, βαράω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Philip en avait assez des remarques cruelles d'Edward, alors il l'a frappé.

δέρνω, μαστιγώνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les vagues frappaient le rivage.

ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ

verbe transitif (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle était tellement retournée par ce qu'il disait qu'elle l'a frappé à la tête.

ρίχνω, δίνω

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma a frappé George à la bouche.
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pluie frappait la fenêtre.

ρίχνω, στέλνω

verbe transitif (με δυνατό χτύπημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah l'a frappée jusque dans les tribunes : c'est un home run !

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James a frappé Tim au visage.

χτύπημα, πλήγμα

(ενέργεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu ne pourrais pas dire à tes amis qu'ils utilisent la sonnette ? Tous ces coups abîment la porte.

βαράω, κοπανάω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter a enfoncé la porte et elle s'est ouverte brusquement.
Ο Πίτερ βάρεσε (or: κοπάνησε) την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.

χτυπάω, κοπανάω, βαράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα κύματα έδερναν την ακτή.

χτυπάω, χτυπώ

(Tennis, anglicisme) (δυνατά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vas-y, smashe !

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry a frappé à la porte.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ.

πλήττω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, δέρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταλανίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαστουκίζω

(με την παλάμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κύματα χτύπαγαν τα βράχια.

χτυπάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

επιτίθεμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'armée frappa (or: attaqua) en pleine nuit. Les braqueurs de banque ont de nouveau frappé.

σουτάρω

verbe transitif (Football) (για γκολ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a frappé trois pénalités durant le match.
Σούταρε τρία πέναλτι κατά τη διάρκεια του αγώνα.

εκπλήσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mort de son cousin l'a frappé (or: stupéfié).

πλήττω

verbe transitif (une ville,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ville a été frappée par la tempête mardi.

έρχομαι σε επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sans le faire exprès, le bambin a frappé sa baby-sitter avec son jouet.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (επίμονα, συνεχόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Χαλάζι χτυπούσε τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le menuisier a donné un grand coup au clou avec le marteau.

βάζω κτ να κρυώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu devrais mettre le vin blanc au frais avant de le servir.
Θα πρέπει να βάλετε το άσπρο κρασί να κρυώσει πριν το σερβίρετε.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge a condamné Willis à cinq ans de prison pour avoir frappé sa victime à coups de batte de base-ball.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

μαστίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce pays a été rongé par le malheur.

βαράω, χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh a cogné (or: frappé) l'homme qui l'avait insulté à la mâchoire.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frappant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του frappant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.